-
61 ζωή
η в разн. знач жизнь;η επαναφορά στη ζωή — возвращение к жизни;
βρίσκομαι εν τη ζωή — быть в живых, жить;
είμαι όλο ζωή — или έχω πολλή ζωή μέσα μου — быть полным жизни, быть жизнерадостным;
δίνω ζωή — оживлять, вносить оживление;
ξέρω τη ζωή — знать жизнь;
κερδίζω τη ζωή μου — зарабатывать на жизнь;
αλλάζω τη ζωή μου — менять образ жизни;
η ζωή στην 'Αθήνα είναι ακριβή — стоимость жизни в Афинах очень высока;
πολύ ακρίβηνε η ζωή — жизнь очень вздорожала;
§ σκυλίστα ζωή — собачья жизнь;
ζωή στα μουλάρια ( — или κατσικομούλαρά) σου — полный провал, дело провалилось;
η ζωή αυτής της κυβερνήσεως θα είναι σύντομη — дни этого правительства сочтены;
περνώ ζωή και κόττα — или περνώ ζωή χαρισάμενη — жить в своё удовольствие, жить припеваючи;
(βρίσκομαι) μεταξύ ζωής και θανάτου (находиться) между жизнью и смертью;η ζωή κρέμεται από μιά τρίχα — быть на волосок от смерти;
εφ' όρου ζωής всю жизнь, до сомой смерти;ουδέποτε στη ζωή μου! — никогда в жизни!;
στη ζωή μου! — клянусь жизнью!;
στη ζωή σου; — в самом деле?; — это возможно?;
ζωή σε λόγου σας — вам нужно жить, теперь уж берегите себя (выражение соболезнования семье покойного);
ζω να χετε — и вам долгих лет жизни! (ответ на соболезнование)
-
62 καιρός
ο1) время;χάνω καιρό — терять время;
χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;
μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;
2) удобный случай, подходящий момент, пора;εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;
βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;
3) пора расцвета, созревания;είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;
4) погода;ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;
κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;
εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;
5) время, времена; эпоха, эра;καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;
στον παληό καιρό — в старые времена;
§ θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;
περνώ τον καιρό μου — проводить время;
έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;
καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);
είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;
μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);
από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;
με τον καιρό — со временем;
προ καιρου — давно;
πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;
από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;
κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;
εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;
γνά πολύν καιρό — надолго;
τον καιρός πού... — в то время как...;
τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);
καιρός ήτανε — давно бы так;
ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;
κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;
ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;
έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам
-
63 πάστα
η1) пирожное; 2) паста;πάστα των δοντιών — зубная паста;
3) перен.:τί πάστα είναι; — из какого теста он сделан?, что он за человек?;
όλοι τους είναι από μιά ( — или απ' την) ίδια πάστα — все они из одного теста (сделаны);
δεν είναι κακή πάστα αυτός — он неплохой человек
-
64 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
65 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
66 εἴδω
εἴδω, no [voice] Act. [tense] pres. in use, ὁράω being used:—[voice] Med., v.infr. A.11: [tense] aor. 2 [full] εἶδον always in sense ofA see (so in [tense] pres. and [tense] aor. 1 [voice] Med., to be seen, i.e. seem): but [tense] pf. [full] οἶδα, in [tense] pres. sense, know. (With ἔ-ϝιδον, cf. ([etym.] ϝ) είδομαι, (ϝ) εῖδος, Lat. videre; with ([etym.] ϝ) οῖδα, cf. Skt. véda, Goth. wait, OE. wát 'know'.)A [tense] aor. 2 εἶδον (late ), serving as [tense] aor. to ὁράω, [dialect] Ep. ἴδον, iter.ἴδεσκε Il.3.217
, late [dialect] Aeol.εὔιδον Epigr.Gr.990.11
([place name] Balbilla); imper. ἴδε (in [dialect] Att. written as Adv. ἰδέ, behold! Hdn.Gr.2.23), ἴδετε; subj. ἴδω, [dialect] Ep.ἴδωμι Il.18.63
; opt. ἴδοιμι; inf. ἰδεῖν, [dialect] Ep. ἰδέειν; part. ἰδών: hence, [tense] fut.ἰδησῶ Theoc.3.37
:—[voice] Med., [tense] aor. 2 εἰδόμην, [dialect] Ep. ἰδόμην, in same sense, poet., [dialect] Ion., and later Prose (c. gen., Arat.430) (so in compds., even in [dialect] Att. Prose, v. ἐπ-, προ-, ὑπ-ειδόμην); imper. ἰδοῦ (freq. written as Adv. ἰδού, = ἰδέ); subj. ἴδωμαι; opt. ἰδοίμην; inf. ἰδέσθαι; part.ἰδόμενος Hdt.1.88
, al.:1 see, perceive, behold, ὀφθαλμοῖσι or ἐν ὀφθαλμοῖσι ἰδέσθαι see before the eyes, Il.1.587, etc.;ἰδεῖν ἐν ὄμμασιν E.Or. 1020
; ἄγε, πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι well, I will try and see, Od.6.126, cf. 21.159; mark, observe, Il.4.476, Od.4.412, etc.: folld. by relat. clause,ἴδωμ' ὅτιν' ἔργα τέτυκται Il.22.450
; : freq. in inf. after Subst. or Adj., θαῦμα ἰδέσθαι a marvel to behold, Il.5.725;οἰκτραῖσιν ἰδεῖν A.Pr. 240
;ἐλεινὸς ἰδεῖν Pl.R. 620a
.c see, i.e. experience,νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι Od.3.233
, etc.;δούλειον ἦμαρ ἰδεῖν E.Hec.56
;ἀέλιον ἕτερον ἰδεῖν S.Tr. 835
;τὴν δίκην ἰδεῖν Id.Ant. 1270
(lyr.); ἀλόχου κουριδίης.. οὔ τι χάριν ἴδε he saw (i.e. enjoyed) not the favour of his wedded wife, Il.11.243.2 look, ἰδεῖν ἐς .. look at or towards, 2.271, etc.; ἰδεῖν ἐπί .. 23.143; πρός .. Od.12.244; εἰς ὦπα ἰδέσθαι look him in the face, Il.9.373, etc.;κατ' ἐνῶπα ἰδών 15.320
; ἄντα, ἐσάντα, or ἄντην ἰδεῖν, 13.184, 17.334, Od.5.78, etc.: qualified by Adv. or Adj., ὑπόδρα ἰδών looking askance, Il.1.148, al.; ἀχρεῖον ἰδών looking helpless, 2.269; κέρδος ἰδεῖν look to gain, A.Eu. 541 (lyr.).3 see mentally, perceive, ἰδέσθαι ἐν φρεσίν ' to see in his mind's eye', Il.21.61, cf. 4.249;ἰδεῖν τῇ διανοίᾳ Pl.R. 511a
.II [voice] Med., [tense] pres. [full] εἴδομαι, [dialect] Ep.ἐείδεται Theoc.25.58
, part.ἐειδόμενος Pi.
N..10.15: [tense] aor. εἰσάμην, [dialect] Ep. part.ἐεισάμενος Il. 2.22
, al.:—only [dialect] Ep.and Lyr., to be seen, appear, εἴδεται ἄστρα they are visible, appear, 8.559;εἰ. ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι 13.98
;εἴσατο δέ σφι δεξιός 24.319
;ὅπη τὸ Ταρτάρειον εἴδεται βάθρον Epigr.Gr.1034.19
([place name] Callipolis), cf. Od.5.283; perh. also οὔ πῃ χροὸς εἴσατο none of the skin was visible, Il.13.191.2 c. inf., appear or seem to be, ; , etc.: with inf. omitted,οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ 19.283
, etc.;οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Il.14.472
, cf. Theoc. 25.58; also, look like or make a show of.., εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον he made a show of going to Lemnos, Od.8.283; εἴσατο δ' ὡς ὅτε ῥινόν it had the look as of a shield, 5.281.3 strictly middle, c. dat., εἴσατο φθογγὴν Πολίτῃ she made herself like Polites in voice, Il.2.791, cf. 20.81;αὐδὴν εἰσάμενός τινι Rhian.50
: esp. in part., like,εἰδομένη κήρυκι Il.2.280
, etc.;τῷ δ' ὄψιν ἐειδόμενος Pi.N.10.15
;εἰδόμενος τοκεῦσιν A.Ag. 771
(lyr.);φάσμα εἰδόμενόν τινι Hdt.6.69
.B [tense] pf., οἶδα I know, used as [tense] pres.: [tense] plpf. ᾔδεα (v. infr.), I knew, used as [tense] impf.:—[tense] pf. οἶδα, [dialect] Aeol.ὄϊδα Alc. 145
; [ per.] 2sg. οἶδας once in Hom., Od.1.337, cf. h.Merc. 456, Thgn.491, Hippon.89, Hp.Acut.67, E.Alc. 780, Philem.44.3 codd.; οἶσθα elsewh. in Hom., [dialect] Att., etc.; in Com. also sts.οἶσθας Cratin.105
, Alex.15.11, Men.348.5, cf. Herod.2.55; pl., ἴσμεν, [dialect] Ep., [dialect] Aeol., and [dialect] Dor. ἴδμεν, also [dialect] Ion., Hdt.1.6, al.; ἴστε, ἴσασι [ῐς- Od.2.211, al., but ῑς- ib. 283, al.];οἴδαμεν Hdt.2.17
,οἴδατε AP12.81
(Mel.),οἴδᾱσι Hdt.2.43
, X.Oec. 20.14 codd.; dual,οἴδατον Socr.Ep.22.1
: imper. ἴσθι, ἴστω, [dialect] Boeot. ἴττω, late codd.: from [ per.] 3pl. ἴσασι (ἴσαντι Epich. 53
) were formed [dialect] Dor. [ per.] 1sg.ἴσᾱμι Epich.254
, Pi.P.4.248; [ per.] 3sg.ἴσατι IG14.644.4
([place name] Bruttii); [ per.] 1pl.ἴσᾰμεν Pi.N.7.14
, ἴσαμες prob. in Dialex. 6.12; Cret. [ per.] 3pl. subj. ; inf. ϝισάμην Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn 34 No.3.19; part.ἴσας A.D.Adv.175.19
, dat. sg.ἴσαντι Pi.P.3.29
, Cret. pl. : subj. εἰδῶ (εἰδέω, ἰδέω, Il.14.235, Od.16.236), [dialect] Ion. [ per.] 3pl. (Halic., V B.C.); [dialect] Ep. alsoεἴδω Od.1.174
, al. (cf. Hdn. Gr.2.131),εἴδομεν Il.1.363
,εἴδετε Od.9.17
: opt. εἰδείην, [ per.] 1pl. , R. 582a: inf. εἰδέναι, [dialect] Ep. ἴδμεναι, ἴδμεν, alsoἰδέμεν Pi.N.7.25
: part. εἰδώς, εἰδυῖα, [dialect] Ep. also ἰδυῖα, Elean :—[tense] plpf.ᾔδεα Il.14.71
, Hdt.2.150, [var] contr.ᾔδη S.Ant.18
, Ar.Av. 511, Pl.Smp. 119a,ᾔδησθα Od.19.93
, Eup. 416, etc. (but ᾔδεισθα freq. in codd., Ar.Ec. 551, E.Cyc. 108, Pl.Men. 80d, al.), ᾔδεε ([etym.] ν) Il.17.402, al.,ᾔδη 1.70
, al. (also later [dialect] Att., acc. to Aristarch. ap. Choerob.in Theod.2.86), [dialect] Att. [var] contr. ᾔδει ([etym.] ν) E. Ion 1187, Ar.V. 558, etc.; [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. ἠείδης, ἠείδη (v.l. - εις, - ει), Il.22.280, Od.9.206; [dialect] Att. also [ per.] 1sg.ᾔδειν D.37.24
, [ per.] 2sg. , etc.; pl.,ᾔδειμεν Aeschin.3.82
, Arist.APo. 87b40,ᾔδεμεν Men.14D.
(to be read in S.OT 1232),ᾔδειτε D.55.9
, etc. ( ᾔδετε prob. in E.Ba. 1345), [dialect] Ion.ᾐδέατε Hdt.9.58
([etym.] συν-), ᾔδεισαν LXX Ge.42.23
, Str.15.3.23,ᾔδεσαν Hdt.7.175
, Thgn.54, etc.; late [dialect] Ep. ᾔδειν, ἠείδειν, A.R.2.65,4.1700, also ᾖσμεν, ᾖστε, ᾖσαν, Ar.Fr.149.4 (prob.), S.Fr. 340, E. Cyc. 231, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἴσαν Il.18.405
, Od.4.772:—[tense] fut., in this sense,εἴσομαι Il.1.548
, Hp.VM20, Ar.Ach. 332, etc.; alsoεἰδήσω Od.7.327
, Hdt.7.234, Isoc.1.44, Aen.Tact.31.5, Arist.Top. 108a28, Herod.5.78, Apollon.Perg.Con.1 Praef., etc.; inf.εἰδησέμεν Od.6.257
.—The [tense] aor. and [tense] pf. are usu. supplied by γιγνώσκω; [tense] aor. 1 inf. εἰδῆσαι is found in Hp.Acut.(Sp.) 22, Epid.6.8.25 (ἐξ-), Arist.EN 1156b27, Thphr.Char. Prooem.4; imper.εἴδησον PCair.Zen.36.2
(iii B.C.); [ per.] 3pl. subj. εἰδήσωσιν Herzog Koische Forschungen No. 190 (ii/i B.C.):—know, have knowledge of, be acquainted with, Hom., etc.: c. acc. rei, ; νοήματα, μήδεα οἶδε, Od.2.122, Il.18.363, etc.: less freq. c. acc. pers.,τούτους μὲν δὴ οἶδα Od.4.551
, cf. Pl.R. 365e, D.54.34, etc.; πρῶτος ὧν ἡμεῖς ἴδμεν the first we know of, Hdt.1.6, etc.;παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Th.1.4
: strengthd. by εὖ or σάφα, εὖ τόδ' ἴσθι know well, be assured of this, E.Med. 593;σάφ' οἶδ' ἐγώ A.Supp. 740
, etc.: freq. in Hom. with neut. Adj., to express character or disposition, ἄγρια οἶδε has fierceness in his heart, Il.24.41; ἀθεμίστια ᾔδη had law lessness in his heart, Od.9.189; αἴσιμα, ἄρτια ᾔδη, 14.433, 19.248; εἴ μοι ἤπια εἰδείη if he were kindly disposed towards me, Il.16.73;φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν Od.3.277
; κεχαρισμένα, πεπνυμένα εἰδώς, 8.584, 24.442: c. gen.,ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il. 12.229
;ὃς πάσης εἰδῇ σοφίης 15.412
; τόξων ἐῢ εἰδώς cunning with the bow, 2.718;αἰχμῆς ἐῢ εἰ. 15.525
;οἰωνῶν σάφα εἰδώς Od.1.202
;ἐῢ εἰδὼς τεκτοσυνάων 5.250
;μάχης ἐῢ εἰδότε πάσης Il.2.823
;κύνε εἰδότε θήρης 10.360
; ;εἰδὼς πυγμαχίης 23.665
;θεοπροπίων ἐῢ εἰδώς 6.438
; χάριν εἰδέναι τινί acknowledge a debt to another, thank him, 14.235, Hdt.3.21, etc.: imper., freq. in protestations, ἴστω νῦν Ζεὺς αὐτός be Zeus my witness, Il.10.329;ἴστω νῦν τόδε Γαῖα 15.36
, etc.; [dialect] Boeot. ἴττω Ἡρακλῆς etc., Ar.Ach. 860, etc.: part. εἰδώς, abs., one who knows, one acquainted with the fact,ἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω Il.1.365
;μετ' εἰδόσιν ἀγορεύειν 10.250
;μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν Th.2.36
, cf. 3.53;μαθεῖν παρὰ τοῦ εἰδότος Pl.R. 337d
, etc.; also ἰδυίῃσι πραπίδεσσι with knowing mind, Il.1.608,al.2 c. inf., know how to do,οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238
, cf. S.Ph. 1010, Ar.V. 376; also, to be in a condition, be able, have the power, E.Med. 664, D.4.40; of drugs,ὅσα λεπτύνειν οἶδε Alex.
Trall.Febr.6; of a festival, οἶδε ἐκπέμπουσα δάκνειν Chor.p.124 B.; learn, .3 c. part., to know that such and such is the fact, the part. being in nom. when it is a predicate of the Subject of the Verb, ἴσθι μοι δώσων know that thou wilt give, A.Ag. 1670;ἴστω ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ ἀποθανών Hdt.4.76
; : in acc. when it is predicate of the Object, ; : with part. omitted, γῆν αὐτὰ οἶδεν ἀμφότερα (sc. ὄντα) Jul.Or.7.226a.4 less freq.c.acc. et inf.,πλήθους.. ἂν σάφ' ἴσθ' ἕκατι βάρβαρον ναυσὶν κρατῆσαι A.Pers. 337
, cf. S.Ph. 1329;εὖ ἴσθι τοῦτον.. ἰσχυρῶς ἀνιᾶσθαι X.Cyr.8.3.44
; alsoεὖ τόδ' ἴσθι, μηδάμ' ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων θανεῖν A.Pers. 431
;ἕν γ' ἀκούσασ' ἴσθι, μὴ ψευδῶς μ' ἐρεῖν E.IA 1005
.5 c. acc. folld. by ὡς, ὅτι, etc.,οἶδα κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ S.El. 332
;ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι Pl.Prt. 323b
, etc.6 οὐκ οἶδ' εἰ .. I know not whether, to express disbelief or doubt, sts. with ἄν transposed,οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμί σε E. Alc.48
, cf. D.45.7: with Verb omitted after εἰ, as οὐκ οἶδ' εἴ τις ἄλλος perhaps no other, Isoc.6.1, 12.10.7 in similar ellipses with other Conjunctions, οὐκ οἶδ' ὅπως I know not how, Pl.R. 40cb;οὐκ οἶδ' ὁπόθεν Id.Cra. 396d
.8 οἶδα, ἴσθι are freq. parenthetic, ; σάφ' οἶδα ib.94, 963; also οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι, ἴσθ' ὅτι, πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι (sc. πάρειμι ) I know it well, S.Ant. 276; οἶδ' ὅτι, freq. in D., as 9.1, al.;σάφ' ἴσθ' ὅτι Ar.Pl. 889
:—οἶσθ' ὅ, οἶσθ' ὡς, with imper., are common in Trag. and Com., οἶσθ' οὖν ὃ δρᾶσον; do—thou know'st what, i.e. make haste and do, Ar.Eq. 1158, cf. Pax 1051, etc.; οἶσθ' ὡς πόησον; S.OT 543; also οἶσθ'.. ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; Id.OC75; οἶσθα νῦν ἅ μοι γενέσθω; E.IT 1203: rarely with the [tense] fut., οἶσθ' οὖν ὃ δράσεις (nisileg. δρᾶσον); Id.Cyc. 131, cf. Med. 600 codd. -
67 ὁρίζω
A , ([etym.] δι-) Isoc. 4.174 : [tense] aor. , Pl.Lg. 864e ; [dialect] Ion.οὔρισα Hdt.3.142
: [tense] pf.ὥρικα D.26.24
, Arist.Mete. 382a19 :—[voice] Med., [tense] fut. , Lg. 737d: [tense] aor. , Epicr.11.18, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.ὁρισθήσομαι Pl.Tht. 158d
: [tense] aor. : [tense] pf.ὥρισμαι Th.1.71
, Pl.Smp. 182a, etc.; but in med. sense, E.Hec. 801, D.31.5 : ([etym.] ὅρος):— divide or separate from, as a border or boundary, c.acc. et dat., : c. acc. et gen., S.Ph. 636 :—[voice] Pass.,θύρᾳ βαλανωτῇ ὡρισμένην ἀπὸ τῆς ἀνδρωνίτιδος X.Oec. 9.5
; orb with two accs. joined by καί, separate,[λίμνη] οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν Hdt.4.51
, cf. 56,7.123, Arist.HA 501b16, OGI335.112 (Pergam., ii B. C.), Lyc.1289, etc.;ἐὰν.. κύκλος.. ὁρίζῃ τό τε ἀφανὲς καὶ τὸ φανερὸν ἡμισφαίριον Autol.Sph.4
: henceὁρίζων κύκλος Id.1.1
; v. ὁρίζων.2 bound,τὴν ἀρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ἡ Ἐρυθρὰ θάλαττα X.Cyr.8.6.21
;τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλοὺς.. Τρῆρες ὥριζον Th.2.96
; of a line (or surface) as limiting a surface (or solid), Arist. Metaph. 1017b17:—[voice] Pass., : metaph., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε so far let it go and no further, Th.1.71.4 part, divide,χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν Id.Hel. 128
; ὁ. τινὰ ἀπὸ.. banish one from.., Id.Hec. 941 (lyr.):—[voice] Pass., ματρὸς ἐκ χερῶν ὁ. depart from.., Id. Ion 1459(lyr.), but very dub. in Ar.Ec. 202; cf. ἐξορίζω (A) 11, 111.II mark out by boundaries, mark out, , cf. 6.108, S.Tr. 754, E.Hel. 1670, IG12.76.54, 42(1).76.19 ([voice] Pass., Epid., ii B.C.), etc.; v. infr. IV. 1: metaph., ὁ. τι ἔς τι limit one thing according to another, Th.3.82.III ordain, determine, lay down, αἶσα τόνδε σοὐρίζει (i.e. σοι ὁρίζει) ( σοι πορίζει M1, σ' ὁ. M2) ;ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν E.IT 979
;ἐς τήνδε παῖδα ψῆφον ὥρισαν φόνου Id.Hec. 259
;ἡ Δίκη.. ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους S.Ant. 452
;[τὸν χρόνον] ὁ νόμος ὁ. Pl.Lg. 864e
;ἀριθμὸς ὁ ὁρίζων τὸ πολὺ καὶ τὸ ὀλίγον X.An.7.7.36
;τὸ δοῦλον γένος πρὸς τὴν ἐλάσσω μοῖραν ὥρισεν θεός E.Fr. 218
;ὁρίσατέ μοι μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους X.Mem.1.2.35
: c. inf.,ἄνακτες ὥρισαν.. θανεῖν ἐμὴν δέσποιναν οὐ ψήφῳ μιᾷ E. Ion 1222
, cf. S.Fr.24 ; ὁ. τινὰ θεόν determine one to be a god, deify, AP12.158.7 (Mel.) ;ὁ. θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν Lycurg.65
, cf. Din.1.61 ([voice] Med.) ;θάνατον ὡρικέναι τὴν ζημίαν D.26.24
:—[voice] Pass.,ὧραι ἑκάστοις εἰσὶν ὡρισμέναι Arist.HA 542a19
, etc.; ἐπί τισι ὡρισμένοις on certain definite terms (cf. ῥητός), Id.Pol. 1285b22 ; ἀρχαὶ ἀριθμῷ ὡρισμέναι limited, definite, opp. ἄπειροι, Id.Metaph. 1002b18 ;τόποι ὡ. Id.Cael. 273
a14 ;τὸ ὡρισμένον Id.Mete. 369b29
.2 define a thing, Pl.Chrm. 171a ([voice] Pass.), X.Mem.4.6.4, al.: more freq. in [voice] Med. than [voice] Act., v. infr. IV. 3.IV [voice] Med., mark out for oneself, τίνα ὅρον ὁρίζῃ what criterion do you assign, Pl.Grg. 470b ; στήλας ὁ. set up stones as boundary marks, X.An.7.5.13 ;ὁ. χθόνα
take possession of, take to oneself,A.
Supp. 256 ;γαῖα.. ἣν Πέλοψ ὁρίζεται E.Fr. 696
;ὁ. ἑαυτῷ μέρος τῆς οὐσίας Lys.17.6
: with inf. added,ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν E.IT 969
; set up,S.
Tr. 237 (just like ὁρίζειν ib. 754) ; v. ὕπαστρος.2 determine for oneself, get or have a thing determined,ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια D.19.241
, cf. v.l. in Lys.2.19 : c. acc. et inf., αὐτὸν πολεμεῖν ὁρίζομαι I lay it down that.., D.9.19 ; τί ποτ' ἄρ' ὡρίσαντο καὶ τίνος γένους εἶναι τὸ φυτόν; Epicr.11.18.3 define a thing,τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁ. Pl.R. 505c
, cf.Sph. 246b ;ὁ. τὰς ἀρετὰς ἀπαθείας τινάς Arist.EN 1104b24
, al. ;ἡδονῇ τε καὶ ἀγαθῷ ὁ. τὸ καλόν Pl.Grg. 475a
;τὸ ζῆν ὁ. δυνάμει αἰσθήσεως Arist.EN 1170a16
, al.: c. acc. et inf.,ὁ. δικαίους εἶναι τοὺς εἰδότας κτλ. X.Mem.4.6.6
, cf. Pl.Tht. 190e, etc.:— [voice] Pass., to be defined,[ἡ αἰδὼς] ὁρίζεται φόβος τις ἀδοξίας Arist.EN 1128b11
; οἷς αἱ φιλίαι ὁρίζονται ib. 1166a2 ;τὸ ὁριζόμενον Id.Top. 141b24
, al.V intr., border upon, .VI as [dialect] Att. law-term, δισχιλίων ὡρισμένος τὴν οἰκίαν having the house marked with ὅροι (cf. ὅρος II) to secure a claim on it for 2, 000 drachmas, D.31.5 ; soχωρίον ὡρισμένον Poll.9.9
. -
68 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
69 достаточно
достаточн||о1. нареч ἀρκετά, ἐπαρκές, ἀρκούντως:\достаточно сильный ἀρκετά δυνατός· ^ хорошо́ ἀρκετά καλά·2. предик безл ἀρκεΐ, φθάνει, εἶναι ἀρκετό[ν]:\достаточно взгляну́ть, чтобы... φτάνει νά ρίξεις μιά ματιά γιά νά...· \достаточно было одного́ сло́-ва ·· μιά λέξη ἐφτανε γιά νά... -
70 αναποδιά
η1) неудача; невезение;τί αναποδιά! — какая неприятность!;
2) плохое предзнаменование, плохая примета;3) строптивость; непокладистость;όλο αναποδιά και γκρίνια είναι — он всегда противоречит и брюзжит;
4) помеха, загвоздка;ήρθε μιά αναποδιά και πάει να χαλάσει η δουλιά — появилось неожиданное препятствие, и дело может сорваться;
5) проступок, предосудительный поступок;έκανε μιά αναποδιά και μπορεί να τον απολύσουν — он провинился, и его могут уволить
-
71 μέρα
η день;εργάσιμη μέρα — рабочий день;
μέρα αργίας — выходной день;
αυριανή (χτεσινή) μέρα — завтрашний (вчерашний) день;
κάθε μέρα — каждый день, ежедневно;
ολόκληρη μέρα — весь, целый день;
μετρημένες μέρ'ες — считанные дни;
έχω μέρες να σε δώ — я уже несколько дней тебя не видел; — я давно тебя не видел;
έκανα δυό μέρες να... — мне потребовалось два дня, чтобы...;
στο τέλος της μέρας — в конце дня, на исходе дня;
§ καλή μέρα (тж. καλημέρα)! — добрый день!;
μέρα -νύχτα — день и ночь, денно и нощно;
μέρα μεσημέρι — среди бела дня;
μιά ωρρία μέρα — в один прекрасный день;
μέρα με τη μέρα — с каждым днём, постепенно, со временем;
μέρα παρά μέρα — через день;
λίγες μέρες πρίν — несколько дней тому назад;
σε λίγες μέρες — через несколько дней;
αυτές τίς μέρες — а) на 'днях; — б) в эти дни;
από μέρα σε μέρα — а) изо дня в день; — б) со дня на день;
όσο περνάν οι μέρες — день ото дня;
η μιά μέρα μετά την άλλη — день за днём;
την άλλη μέρα — на другой, на следующий день;
την μέρα — днём;
είναι η μέρα μου — моя очередь, мой черёд;
σώθηκαν οι μέρες του — его дни сочтены;
η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται — погов, хороший день утром красен; — какое утро, такой и день (удачный или неудачный)
-
72 χαρά
η1) радость; веселье;είμαι τρελλός από χαρά — не помнить себя от радости;
2) свадьба;κάνω χαρά — справлять свадьбу;
καί στίς χαρές σας! — за вашу скорую свадьбу!;
§ μιά χαρά — превосходно, прекрасно;
φαίνομαι (είμαι) μιά χαρά — выглядеть (чувствовать) себя прекрасно;
χαρά στο πράμα — пустяки;
χαρά σ' εμάς — мы счастливы;
(η)μέρα (είναι) χαρά Θεού — чудесный день;
με γεια σου με χαρά σου! — на здоровье!
-
73 χαρτί
τό1) бумага;χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;
μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;
2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;
δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;
3) (чаще πλ.) игральные карты;μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;
ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;
κόβω τα χαρτίά — снимать карты;
κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;
κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;
ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;
4) πλ. карточная игра;παίζω χαρτίά — играть в карты;
έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;
§ ста χαρτίά — на бумаге, формально;
τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;
όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви
-
74 ведь
1. (μόριο επιτακτ.) μά• μήπως, σάμπως• λοιπόν•ведь я не ребенок, чтобы не понимать этого μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω•
ведь это правда? μα αυτό είναι αλήθεια;
(μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα•ведь я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας το ‘λεγα ότι, θα έρθει;
2. (σύνοεσμος υποταχτικός)• αφού, μια και, ενώ•веди нас ведь ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο.
3. πραγματικά•ведь вы были правы πραγματικά εσείς είχατε δίκιο.
-
75 ли
ли ή ль1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.2. (μόριο επιτακτ.) και.3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.•вряд ли είναι αμφίβολο•
едва ли κοντεύει•
чуть ли не... παρ ολίγο να...
4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•
один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•
рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•
сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.
εκφρ.то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους. -
76 ль
ли ή ль1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.2. (μόριο επιτακτ.) και.3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.•вряд ли είναι αμφίβολο•
едва ли κοντεύει•
чуть ли не... παρ ολίγο να...
4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•
один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•
рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•
сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.
εκφρ.то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους. -
77 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
78 ὁδός
I of Place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al. ;ἱππηλασίη ὁ. Il.7.340
;λαοφόρος 15.682
;ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54
; ὁ. ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881 ;βασιλικὴ ὁ. PPetr.3p.65
(iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.) ; ποταμοῦ ὁ. course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16 ;ὁ. ἀκοντίου Antipho 3.4.5
: with expression of the direction,ὁδὸς ἐς.. Od. 22.128
;ἡ ὁ. ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp. 173b
;ἐπί.. Id.Phdr. 272c
; τὴν εὐθὺς Ἄργους.. ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 ; τῆς ἀληθείας ὁ. the way to truth, Id.Fr. 289 ; cf.νόστος 1.1
.2 with Preps., further on the way, forwards,Il.
4.382 (cf. φροῦδος) ; later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards.., Arist.Cael. 292b9, cf. Metaph. 1044a24 ;πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol. 1338a35
, cf. D.Prooem.34 ; by the way,Hdt.
1.41, 111 ; κατὰ τὴν ὁ. along the road, Pl.Smp. 174d, cf. infr. 111.3 ; ἐκ τῆς ὁ. on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁ. 'the man in the street', Eup.25 D.) ; ἐν ὁδῷ on a road, Hdt.1.114 ;ἐν τῇ ὁ. μέσῃ Id.3.76
(but ἐν ὁ. καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός) ; ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607.3 ὁδός is freq. omitted,ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a
; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος ; cf. τηνάλλως.II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.;τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80
(anap.);τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant. 807
(lyr.) ;ὁ. ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή Heraclit. 60
; also, expedition, foray,ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151
, cf. A.Th. 714 ; τριήκοντα ἡμερέων.. ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206 ; alsoὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5
(codd., ὁδοῦ edd.) ;ἄστρων ὁδοί E. El. 728
(lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which.., Il.6.292 ; οὐρανοῦ τέμνων ὁ... Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg. 810e) ; similarly where ὁ. is road,μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220
;ὁ. χωρεῖν Th.3.24
; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34.III metaph., way or manner,πολλαὶ δ' ὁ... εὐπραγίας Pi.O.8.13
;γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu. 989
(anap.) ; θεσπεσία ὁ. the way or course of divination, Id.Ag. 1154(lyr.);μαντικῆς ὁ. S.OT 311
;οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC 1314
;σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec. 744
; ; λογίων ὁ. their way, intent, Ar.Eq. 1015 ;εὐτελείας ὁ. Jul.Or.6.198d
.2 a way of doing, speaking, etc.,τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33
, cf. 8.18 ; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22 ; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119 ;ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64
; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl. 506, cf. Nu.75 ; ;μία δὴ λείπεται.. ὁ. Pl.Smp. 184b
. -
79 ὁρμή
ὁρμ-ή, ἡ,A rapid motion forwards, onrush, onset, assault,μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν Il.9.355
; ἐκ τοῦ αὐτοῦ χωρίου ἡ ὁ. ἔσται the attack, invasion, Hdt.1.11 ;ἡ ἐπὶ βασιλέα ὁ. X.An.3.1.10
; also of an impulse received from another,ἐμέ τ' εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁ. Il.10.123
, cf. Od.2.403.2 more freq. of things, πυρὸς ὁ. the rage of fire, Il.11.157 ; ὑπὸ κύματος ὁρμῆς by the shock of a wave, Od.5.320 ;ἔγχεος ὁ. Hes.Sc. 365
; but ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν within my spear's cast, within reach of my spear, Il.5.118 ; ὁ. γονάτων spring of knee, i.e. power to spring or leap, Pi.N.5.20 ; ποδὸς ὁ. speed of foot, E.El. 112 (lyr.): pl., of the tides, Ptol.Tetr.3.II impulse to do a thing, effort,μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή Il.4.466
;μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁ. Od.5.416
;φιλότητος.. ἄμβροτος ὁ. Emp.35.13
;πίστιος ὁ. Id.114.3
;ἐπεὶ δὲ δαιμονίη τις γίνεται ὁ. Hdt.7.18
;μαινομένᾳ σὺν ὁρμᾷ S.Ant. 135
(lyr.), cf. Tr. 720 ; τίς προσήγαγε χρεία; τίς ὁ.; Id.Ph. 237; οὕτω καθ' ὁρμὴν δρῶσιν, i. e. with so much zeal, ib. 566 ;εἰ.. ἄγοι αὐτὸν ὁ. θειοτέρα Pl.Phdr. 279a
: joined with ἐπιθυμία, Id.Phlb. 35d, Th.3.36 ; μιᾷ ὁ. with one impulse, X.An.3.2.9 ;ἀπὸ μιᾶς ὁ. Th.7.71
;ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁ. Luc.Hist.Conscr. 2
: c. gen. objecti, eager desire of or for a thing, Th.7.43, etc.: so with a Prep.,ἡ ὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους Pl.Prm. 135d
, cf. 130b ;ἔχειν ὁρμὴν πρός τι Arist.MM 1185a31
, al. ; ὁ. ἐπέπεσέ τισι, c. inf., Th.4.4 ; ὁ. παραστῆσαί τισι εἴς τι or c. inf., Plb.2.48.5, Plu.Cor.33 ; ὁ. σχεῖν, c. inf., Id.Publ.19.2 in Stoic philosophy, appetition, including reasoned choice and irrational impulse, Stoic.3.40, al.3 Pythag. name for 2, Anatolius ap. Theol.Ar. 8.III setting oneself in motion, start on a march, etc., ἐν ὁρμῇ εἶναι to be on the point of starting, X.An. 2.1.3, cf. Arist.Rh. 1393a3 ; ἐπὶ παντὸς ὁρμῇ.. πράγματος at the start of every undertaking, Pl.Ti. 27c ; ἡ ὁ. [τούτων τῶν ἀνέμων] the point at which these winds start, Arist.Mete. 364b5, cf. Pl.R. 511b (pl.). (Cf. Skt. s´rati 'flow'.) -
80 ΕἼΔΩ
ΕἼΔΩ od. eigtl. FΕἼΔΩ, video, wissen; von diesem im praes. act. ungebräuchl. Stamme kommen vor:
1) in der Bedeutung sehen: – a) aor. II. εἶδον, ἰδεῖν, u. med. εἰδόμην, ἰδέσϑαι, der den aor. von ὁράω bildet, welches Wort über den Gebrauch zu vergleichen. – b) das med. εἴδομαι, auch ἐείδομαι, aor. εἰσάμην, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148, Hom. auch ἐεισάμην; τῷ μιν ἐεισάμενος Il. 2, 22; pass. Bdtg, gesehen werden, erscheinen, εἴδεται ἦμαρ, ἄστρα, der Tag, die Sterne werden sichtbar, erscheinen; Il. 8, 556. 13, 98. 24, 319 Od. 5, 283; sp. D., wie Theocr. 13, 60. Den Anschein haben, wie δοκέω, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι, das scheint, dünkt dir der Tod zu sein, Il. 1, 228; τοῠτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι Od. 9, 11; αὐτῷ τό γε κέρδιον εἴσατο ϑυμῷ Od. 19, 283; οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Il. 14, 475; ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίιον Ἀργείοισιν ἔμμεναι 2, 215; πάντα τί μοι κατὰ ϑυμὸν ἐείσω μυϑἠσασϑαι 9, 645; sp. D., wie Theocr. 95, 58 ὥς που καὶ βασιλεῠσιν ἐείδεται – σαώτερος ἔμμεναι οἶκος; εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον Od. 8, 983, er hatte den Anschein, er stellte sich als ob er nach Lemnos ginge; – ähnlich sein, gleichen, bes. im partic. praes. u. aor.; ἐείσατο φϑογγἡν Πολίτῃ, an Stimme glich er dem Polites, Il. 2, 791. 20, 81; in der Od. Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν, eigtl. sich das Ansehen gebend, gleichend dem Mentor an Wuchs u. Sprache; ἐειδόμενος ὄψιν, ϑεὸς ἀνέρι Pind. N. 10, 15; P. 4, 21; δαίμονα – εἰδομέναν τοκεῠσιν Aesch. Ag. 748; sp. D.; auch Her. φάσμα εἰδόμενον Ἀρίστωνι 6, 69; vgl. 7, 56.
2) in der Bedeutung wissen das perf. οἶδα mit Präsensbedeutung; 2. Pers. gew., nach Möris attisch, οἶσϑα, Hom. u. ion. auch οἶδας, Od. 1, 337 u. Anacr. 13; οἶσϑας aus Cratin. B. A. 1295, vgl. Pierson zu Möris p. 283; plur. ἴσμεν, Hom. ἴδμεν, auch οἴδαμεν, Antipho II α 3; vgl. über alle diese Formen die Gramm.; conj. εἰδῶ, auch ἰδέω, Il. 14, 235; opt. εἰδείην; imper. ἴσϑι, ἴστω; inf. εἰδέναι, Hom. ἴδμεναι u. ἴδμεν; partic. εἰδώς, fem. ἰδυῖα, wie Bekker überall schreibt, Wolf nur in der Verbindung ἰδυίῃσι πραπίδεσσι; plusqpf. als imperf. ᾔδειν, ion. ᾔδεα, att. ᾔδη, wozu ἠείδης Il. 22, 280 u. ᾔδησϑ' Od. 19, 93, ἠείδη 9, 206, ἴσαν Il. 18, 405 Od. 4, 772; – fut. gew. εἴσομαι, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148, ep. auch εἰδήσω, Il. 1, 546; εἰδησέμεν Od. 6, 257; ὅπως εἰδήσομεν Arist. Magn. mor. 1, 1. – Das perf. der Bdtg nach u. der aor. werden von γιγνώσκω genommen, doch steht der aor. εἰδῆσαι Arist. Magn. mor. 1, 1, mit Präsensbdtg. – Eigentlich = ich habe gesehen, wahrgenommen, = ich weiß, verstehe, kenne; τὸ γὰρ εἰδέναι τοῦτ' ἐστί, λαβόντα του ἐπιστήμην ἔχειν καὶ μὴ ἀπολωλεκέναι Plat. Phaed. 75 d; Hom. u. Folgde. Bes. vom mittelbaren Wissen, Δελφῶν οἶδα ἀκούσας, ich weiß es aus der Erzählung der D., Her. 1, 20; Dem. 4, 24; ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Thuc. 1, 4; καὶ ὁρῶν καὶ ἀκούων οἶδα Xen. Cyr. 4, 1, 14, vgl. σύνοιδα. Hom. εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, Il. 4, 163, u. öfter so verstärkt durch εὖ u. σάφα; das partic. auch absolut, wissend, kundig, λέγω πρὸς εἰδότα Aesch. Suppl. 723; Ag. 1375; εἰδότας μὲν τοὺς ϑεοὺς καλούμεϑα Ch. 199; μαϑεῖν παρὰ τοῦ εἰδότος Plat. Rep. I, 337 d; sonst gew. mit dem acc., πλείονα οἶδα Il. 19, 219; Hom. abdi auch νοήματα, μήδεα οἶδε, er versteht sich auf kluge Anschläge, Od. 2, 121 Il. 18, 363; πολεμήϊα ἔργα 7, 236; οὔτινα οἶδε ϑέμιστα 5, 761, wie ἀϑεμίστια ᾔδη, er verstand sich auf Ungerechtigkeit u. Frevel, war ein ruchloser Mensch, Od. 9, 189; περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα, ἄρτια ᾔδη, 14, 433. 19, 248; ὅμως δέ τοι ἤπια οἶδεν, er ist dir freundlich gesinnt, 13, 405; χάριν εἰδέναι τινί, Einem Dank wissen, Il. 14, 235 u. oft Folgde; φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν, freundschaftliche Gesinnungen gegen einander hegend, Od. 3, 277. Hom. vbdt damit auch den gen., ὃς σάφα ϑυμῷ εἰδείη τεράων II. 12, 229; 15, 412; bes. im part., τόξων εὖ εἰδώς, der sich wohl auf den Bogen versteht, wohl kundig des Bogens, 2, 718; so ϑεοπροπίων 6, 438, αἰχμῆς, ϑοίριδος ἀλκῆς 15, 525. 527 u. ä.; Sp. auch περί τινος, Plat. Alc. I, 106 d Men. 85 c. – C. inf., οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν, er versteht es, Il. 7, 238; τοιγὰρ τὸ λοιπὸν εἰσόμεσϑα μὲν ϑεοῖς εἴκειν Soph. Ai. 651; ὃς οὐδὲν ᾔδει πλὴν τὸ προςταχϑὲν ποιεῖν Phil. 998; συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Ion 935; ἵν' εἰδῇ μὴ πατεῖν τὰ τῶν ϑεῶν ψηφίσματα, damit er lerne, Ar. Vesp. 376. Bei sp. D. = im Stande sein, können. Antip. Th. 26 (aber VII, 231 steht τελέϑεις für τελέϑειν). – Der Objectsatz wird entweder mit ὅτι, ὡς od. einer Fragepartikel ausgedrückt od. steht im partic., τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, ich weiß, daß sie sind, Aesch. Ch. 232; ἴσϑι τἀληϑῆ κλύων, wisse, daß du die Wahrheit hörtest, Ag. 666; ἴσϑι μοι δώσων ἄποινα 1655. So die andern Tragg., Ar. u. in Prosa; οὐ γὰρ ᾔδεσαν αὐτὸν τεϑνηκότα Xen. An. 1, 10, 16; ἴσϑι μέντοι ἀνόητος ὤν 2, 1, 13; εἰδότες οὐκ ἂν ὁμοίως δυνηϑέντες, daß sie nicht auf gleiche Weise im Stande sein würden, Thuc. 6, 64. Selten der inf., εὖ γὰρ τόδ' ἴσϑι, μηδάμ' ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆϑος τοσουτάριϑμον ϑανεῖν Aesch. Pers. 423; ἴσϑι, μὴ ψευδῶς μ' ἐρεῖν Eur. I. A. 1005. – Oft wird das subj. des abhängigen Satzes als obj. zu οἶδα gesetzt, τὴν παρϑένον οὐκ οἶδα, οὗ γῆς εἰσέδυ, ich weiß nicht, wohin die Jungfrau ging, Eur. I. A. 1583; οἶδα κἀμαυτήν, ὅτι Soph. El. 324; ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν, ὅτι ἄδικός ἐστι Plat. Prot. 323 b; οἶδα τὴν ἀλήϑειαν, ὅπη ἔχει Rep. IX, 581 b; καὶ γὰρ ᾔδει αὐτόν, ὅτι μέσον ἔχοι τοῦ στρατεύματος Xen. An. 1, 8, 21. – Aus dem häufigen parenthetischen Gebrauch von οἶδα, σάφ' οἶδα, ἴσϑι, sei versichert, u. ä., bei Tragg. u. in att. Prosa, dem sich οἶδα ὅτι als nachdrückliche Behauptung anschließt, vgl. Heindorf zu Plat. Gorg. 486 b, ist οἶδ' ὅτι ohne Verbum zu erkl., πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν οἶδ' ὅτι Soph. Ant. 276, das weiß ich wohl, eigtl. οἶδ' ὅτι πάρειμι; vgl. Eur. Phoen. 1659; οὔτ' ἂν ὑμεῖς, εὖ οἶδ' ὅτι, ἐπαύσασϑε Dem. 6, 29; vgl. Ar. Plut. 183; woraus sich auch πάντων εὖ οἶδ' ὅτι φησάντων Dem. 9, 1 erklärt; vgl. ὧν εὖ οἶδ' ὅτι κακῶν ὄντων Plat. Apol. 37 b. – Beim imperat. haben es bes. die att. Dichter; οἶσϑ' ὡς ποίησον, eigtl. ποίησον οἶσϑ' ὡς, mach' es weißt du wie, weißt du was du thun mußt, Soph. O. R. 543; οἶσϑ' οὖν ὃ δρᾶσον Eur. Heracl. 452; οἶσϑα νῠν ἅ μοι γενέσϑω I. T. 1211. – Häufig ist ἴστω Ζεύς in Betheuerungen, das wisse Zeus, Zeus sei Zeuge, Hom. u. A.; dor. ἴττω, Ar. Ach. 860.
См. также в других словарях:
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
επιλίμνιο — Μία από τις τρεις ζώνες στις οποίες χωρίζονται κατακόρυφα τα νερά των λιμνών. Η πρώτη, η ανώτερη ζώνη, είναι εκείνη όπου το νερό κυκλοφορεί αρκετά, ενώ το οξυγόνο βρίσκεται σε ποσότητες που ευνοούν τη ζωή και το φως· τόσο από άποψη ποιότητας όσο… … Dictionary of Greek
συμπληρωματική, γωνία — Μια γωνία λέγεται συμπληρωματική άλλης, αν (και μόνο) το άθροισμά τους είναι μια ορθή γωνία … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek