-
41 на
на 1πρόθ. με αιτ. και, προθτ.1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•
на полу, на пол στο πάτωμα•
на улицу, на улице στο δρόμο•
на сущу, на суще στην ξηρά.
2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•
служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•
идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•
идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•
пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.
3. (κατεύθυνση) προς, κατά•окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•
дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•
посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.
4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.
5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.
6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•
на следующий день την επόμενη (μέρα)•
на другое утро το άλλο πρωί•
на каникулах (σ)τις διακοπές.
|| προς•в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.
|| σε•со дня на день από μέρα σε μέρα•
с часу на час από ώρα σε ώρα.
7. κατά, ως προς•мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.
8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•
подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•
на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•
деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.
9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.
10. (αιτία) για, δια•спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
11. χάρη, για, προς•на славу για δόξα•
на страх για φόβο•
родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.
12. (τρόπο) με, κατά•на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•
на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•
на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•
на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•
на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.
|| (επί βαθμολογίας) για•сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.
13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.
|| από, εκ•на память από μνήμης;
14. με•дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•
она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•
ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•
жарить на масле τηγανίζω με λάδι•
мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•
играть на деньги παίζω με χρήματα.
15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•
на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.
|| (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•
отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.
16. εναντίον, κατά•жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.
|| μπροστά, εμπρός•это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.
17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•
дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).
на 2(μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.εκφρ.вот (тебе и) на – κ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας. -
42 οὐδείς
οὐδείς, fem. οὐδεμίᾰ (never nom. acc. -μίη, -μίην, since οὐδεμιῇ is prob. in Call.Aet.Oxy.2080.56, rarelyAοὐδ' ἴα Sapph.69
, Mosch.4.40), neut. οὐδέν (declined and accentuated like εἷς, μία, ἕν), not one, i.e. no one, none, used by Hom., Hes., and Pi. (who prefer οὔτις) only in neut. nom. and acc. οὐδέν, exc. in the phraseτὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων Il.22.459
, al.; οὐδείς is found in B.Fr.28; but all genders and cases are common in all other writers, Hdt.1.32,33, etc.: rare in pl., no set of persons or things, And.1.23 (dub. cj.), X.Lac.3.1;πρὸς οὐδένας τῶν Ἑλλήνων D.18.23
(v.l.), cf. 19.31,66,312, 24.214, 27.7; οὐδένων εἰσὶ βελτίους, i.e. οὔ τινων ἄλλων, Id.2.17 (cf.οὐδενὸς βελτίους Pl.Prt. 324d
): dat. pl.οὐδέσιν Paus.3.24.3
; for another sense of the pl., v. infr. 11.3.—In [dialect] Ion. the pl. is usu. οὐδαμοί.2 οὐ. ὅστις οὐ every one, Hdt.3.72, etc.; οὐδὲν ὅ τι οὐ every, Id.5.97; this came to be regarded as one word, so that οὐδείς passed into the same case asὅστις, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε Pl.Phd. 117d
;οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν.. πατὴρ εἴην Id.Prt. 317c
, cf. 323b;οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος Id.Men. 70c
; soοὐ. ὃς οὐχὶ.. ὀνειδιεῖ S.OT 373
;οὐδὲν γὰρ.. οὔτ' αἰσχρὸν οὔτ' ἄτιμόν ἐσθ', ὁποῖον οὐ.. οὐκ ὄπωπ' ἐγώ Id.Ant.4
.3 later οὐδὲν ὅ τι without οὐ, = nothing,οὐδὲν ὅ τι παρήσω Agath.Praef.p.137
D., al.4 ὅστις οὐδείς not one,ἐτεθνήκεσαν δὲ αὐτῶν μὲν ἀμφὶ τοὺς τετρακοσίους, Ρωμαίων δὲ ὅστις οὐδείς Id.5.20
.II naught, good for naught,ὦ νῦν μὲν οὐ. αὔριον δ' ὑπέρμεγας Ar.Eq. 158
, cf. E.Fr.187.5; τὸ μὲν [γένος ἀνδρῶν] οὐδέν Pi.N.6.3: freq. in neut., οὐδὲν εἰδώς knowing naught, Thgn.141, E. Fr. 391; οὐκ ἄρ' ᾔστην οὐδὲν ἄλλο πλὴν δάκνειν knew nothing save how to.., Ar.Av.19; οὐδὲν λέγειν to say naught, v. λέγω (B) III. 6; τὸ οὐδ' οὐδέν the absolute nothing, Pl.Tht. 180a.2 in neut., of persons,οὐδέν εἰμι S.Ph. 951
, etc.; ;πρὸς τὸν οὐδέν E.Ph. 598
;τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥέπει Id.Fr.532.2
;ᾧ ἀνεμέσητον.. οὐδενὶ εἶναι Pl.Tht. 175e
.3 in pl., οὐδένες ἐόντες ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι Ἕλλησι being nobodies, Hdt.9.58;ὄντες οὐδένες E.Andr. 700
, cf. IA 371; ὁ μηδὲν ὢν κἀξ οὐδένων κεκλήσομαι dub. cj. in Id. Ion 594; .4 with Preps.,παρ' οὐδὲν εἶναι Id.OT 983
, etc.; παρ' οὐδὲν ἄγειν, θέσθαι, Id.Ant.35, E.IT 732;δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαι S.OC 584
;ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει D.2.18
.5 τὸ οὐδέν naught, zero, in Arith., Nicom.Ar.2.6; used by Democritus as a name for Place, Arist.Fr. 208.III neut. οὐδέν as Adv., not at all, naught,ἄριστον Ἀχαιῶν οὐ. ἔτισεν Il.1.412
, cf. 24.370, Hdt.5.34, Th.8.22, etc.; soοὐδέν τι X.Mem.1.2.42
, etc.;οὐ. τι πάντως Hdt.5.65
: in answers, nothing, never mind, no matter, E.Med.64, IT 781, Ar.Nu. 694; οὐδέν γε not at all, Id.Av. 1360, etc.; οὐδὲν μᾶλλον, οὐδὲν ἧσσον, οὐδὲν ὕστερος, v. μάλα 11.5, ,ὕστερος A.
I.2 οὐδὲν ἄλλο ἤ, v. ἄλλος III. 2.B REMARKS: the more emphatic and literal sense, not even one, i.e. none whatever, belongs to the full form, οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν, which is never elided, even in Com. (v. Ar. Ra. 927, Lys. 1045 (lyr.), Pl. 138, 1115), but freq. has a Particle inserted between, cf.οὐδέ B.
—Zen. (in EM639.17 ) and others wrongly assume οὐδείς as a compd. not of οὐδέ and εἷς, but of οὐ and δείς (q. v.). (Later οὐθείς, q. v.) -
43 κατά
κατά, kommt als adv. nicht mehr vor u. erscheint nur in einzelnen Fällen ohne Casus, wo man eine Tmesis annehmen muß, wie auch κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 2, 425. 15, 290 zu fassen, sie banden mit Tauen fest, wo der dat. nicht zu κατά gezogen werden darf; vgl. κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ 10, 238. Als Präposition mit der Grundbedeutung herab u. darüberhin.
I. Mit dem genit.; – 1) vom Orte; – a) Bewegung von oben nach unten hin, herab von; βῆ δὲ κατ' Ἰδαίων ὀρέων ἐς φύλοπιν Il. 16, 677, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, vom Gipfel des Olymp herab, 22, 187, καϑ' ἵππων ἀΐξαντες, vom Wagen herabspringend, 6, 232, βαλέειν κατὰ πέτρης Od. 14, 399; ἱεὶς σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους Ar. Vesp. 355, wie ἐῤῥίπτεον ἑαυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω Her. 8, 53, sie stürzten sich selbst von der Mauer herab; αὐτὴν πνεῦμα Βορέου κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν ὦσαι Plat. Phaedr. 229 c; ἁλλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας Xen. An, 4, 2, 17; so auch richtigere Lesart κατὰ κλίμακος καταβαίνειν 4, 5, 25, wo Krüger D. Sic. 14, 28 καταβάσεις κατὰ κλιμάκων vergleicht; ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην Xen. An. 4, 5, 18; so auch κατ' ἄκρης, s. ἄκρα; Ζεὺς ὕων κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει Phereer. bei Ath. VI, 269 d. – Herab auf, nieder auf, κατὰ δ' ὀφϑαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς Il. 15, 344 u. öfter, von dem Todesdunkel, das sich auf die Augen niedersenkt, vgl. τὸν δὲ κατ' ὀφϑαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψε 13, 580; κατὰ χϑονὸς ὄμματα πήξας, auf die Erde heftend, auf den Boden gesenkt, 3, 217; vom Wurfspieß, κατὰ γαίης ᾤχετο, er fuhr niederwärts in die Erde. Daran reihen sich Vrbdgn wie στάξε κατὰ ῥινῶν Il. 19, 39, Μοῖσα κατὰ στόματος χέε νέκταρ Theocr. 7, 82, über den Mund hin; πλειὼν δὲ κατὰ χϑονὸς ἄρμενος εἴη Hes. O. 615; κατὰ τῆς τραπέζης κατασπάσας τέφρην, über den Tisch hin, Ar. Nubb. 178; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, über den Kopf herabgießen, Plat. Rep. III, 398 a; κατὰ τοῦ πυρὸς σπένδειν Critia. 120 a; bei den Comic. κατὰ χειρὸς ὕδωρ, Waschwasser über die Hände, nach VLL, τὸ ῥᾷστον πάντων καὶ εὐχερέστατον; κατὰ χειρὸς ἦν τὰ πράγματα, Alles ging mir leicht von der Hand, Phereer. Chir. frg. 7; eigtl. von dem über die Hände gegossenen Waschwasser, wie ὕδωρ ἐφέρετο κατὰ χειρῶν Ath. IX, 408 b; vgl. Lob. zu Phryn. p. 327. – Pind. sagt κατ' ἀμευσιπόρων τριόδων ἐδινάϑην, P. 11, 38, darüber hin, auf dem Dreiwege; Aesch. δνοφεράν τιν' ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶται φάτις Eum. 357. – Nach Hom. κόπρος κατὰ σπείους κέχυτο πολλή, Od. 9, 330, erweitern Sp. diesen Gebrauch, διεσπάρησαν κατὰ τῆς νήσου, über die Insel hin, auf der Insel, Pol. 3, 19, 7, ἐσκεδασμένοι κατὰ τῆς χώρας 1, 17, 10; so im N. T. καϑ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας, u. a. Sp. – b) unter, zunächst bei der Bewegung, bes. unter die Erde, ψυχὴ κατὰ χϑονὸς ᾤχετο Il. 23, 100, sie ging unter die Erde; καταδεδυκέναι, ἀφανίζεσϑαι κατὰ τῆς ϑαλάσσης Her. 7, 6. 235; ἔδυ κατὰ γῆς Plat. Tim. 25 d; κατὰ τῆς γῆς ὑποδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης, vor Scham in die Erde sinken, Xen. An. 7, 7, 11; gew. ohne Artikel, κατὰ γῆς γενέσϑαι 7, 1, 30. Bes. bei den Tragg. Bezeichnung der Unterwelt, οἱ κατὰ χϑονὸς ϑεοί Aesch. Pers. 657 u. öfter, die Götter der Unterwelt; τοῦ κατὰ χϑονὸς ᾅδου Ag. 1359; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Soph. O. C. 1699; κατὰ χϑονὸς ἔκρυψε Ant. 24; ὁ κατὰ γῆς, der Verstorbene, Begrabene, Xen. Cyr. 4, 6, 5. – c) auf ein Ziel hin, κατὰ σκοποῦ τοξεύειν Hdn. 6, 7, 19; κατὰ νώτου ξαίνειν Dem. 19, 197; κατὰ κόῤῥης πατάσσειν, hinter die Ohren schlagen, Luc. Gall. 30. So auch zu erkl. βᾶτε κατ' ἀντιϑύρων Soph. El. 1427; κατὰ πηδαλίων, am Steuerruder, Eur. Andr. 480; κατὰ νώτου γενέσϑαι, in den Rücken kommen, Her. 1, 9, wird bes. ein militärischer Ausdruck, κατὰ νώτου, κατὰ προςώπου, im Rücken, in der Front, 1, 75, Thuc. 3, 108, Pol. 1, 28, 9 u. öfter. – Auffallender sagt Ap. Rh. κατὰ νηδύος ὔμμε φέρουσα, im Bauche, 4, 1328. – Aus Vrbdgn dieser Art u. ä., z. B. τὸν κονιορτὸν εἶδε κατὰ τῶν ἰδίων φερόμενον, entwickelt sich die Bdtg – 2) feindlich, gegen, wider, bes. sprechen, λέγων ὅσ' ἂν ϑέλῃς καϑ' ἡμῶν ἔσχατα κακά Soph. Phil. 65, λόγους τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα Ai. 295; κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς, spricht gern gegen die Regierung, Aesch. Suppl. 480; ψεύδεσϑαι κατά τινος Lys. 22, 7; πολλοῦ δέω κατ' ἐμαυτοῦ ἐρεῖν αὐτός, ὡς ἄξιός εἰμι τοῦ κακοῠ, gegen mich selbst zu sprechen, Plat. Apol. 37 b; stimmen, von Richtern, ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεϑρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 180; ψῆφος καϑ' ἡμῶν οἴσεται Eur. Or. 440; δίκην κατ' ἄλλου φωτὸς ὧδ' ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; auch sonst von feindlichem Beginnen, αὐτὸς καϑ' αὑτοῦ γ' ἄρα μηχανοῤῥαφῶ Aesch. Ch. 221, ἃ καϑ' αὑτοῖν λόγχας στήσαντε Soph. Ant. 145, ὅσην κατ' αὐτῶν ὕβριν ἐκτίσαιτ' ἰών Ai. 297, κατά τινος μάρτυρας παρασχέσϑαι, ὡς οὐκ ἀληϑῆ λέγει Plat. Gorg. 472 a, Folgde, ὃ κατὰ τῆς πόλεως ὑπελάμβανον εἶναι Pol. 10, 8, 5, τοιαύτην ὠμότητα εἶχε κατὰ τῶν ὑποτεταγμένων D. Sic. 19, 1; λόγος κατά τινος, oratio in aliquem, πρός τινα, adversus aliquem, Wolf Lept. p. CL. u. Heffter ath. Gerichtsverf. p. 175; ϑρίαμβος κατά τινος, über Einen, Plut. Ant. 84; εἶναι κατά τινος, zu Jem. Nachtheil sein, Nic. 21, wie χρῆσϑαί τινι κατά τινος, Tib. Gr. 15. – Soph. vrbdt auch ἐγγελᾶν, ἐγκαλεῖν κατά τινος, O. C. 1341 Phil. 328. – 3) von Plat. an ist dieser Gebrauch auch auf nicht feindliche Verhältnisse ausgedehnt, bes. beim Sprechen, in Beziehung auf, über, von, Conv. 193 c, μὴ τοίνυν κατ' ἀνϑρώπων σκόπει μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κατὰ ζώων πάντων καὶ φυτῶν Phaed. 70 d, συντιϑεὶς λόγον ἔπαινον κατὰ τοῦ ὄνου, eine Lobrede auf den Esel, Phaedr. 260 b; Prot. 323 b; οἱ κατὰ τοῦ Δημοσϑένους ἔπαινοι Aesch. 3, 50, vgl. 124; ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καϑ' ὑμῶν ἐγκώμιον Dem. 6, 9, das größte Lob, das man über euch aussprechen kann; allgem., αἱ κατὰ Θηβαίων ἐλπίδες 19, 84; ταῦτα κατὰ πάντων Περσῶν ἔχομεν λἐγειν Xen. Cyr. 1, 2, 16; μία τις μέϑοδος κατὰ πάντων Arist. de anim. 1, 1; ἐπεκράτησε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων, er wurde auf alle Peloponnesier ausgedehnt, von ihnen gebraucht, Pol. 2, 38, 1, der auch ἀφορμὴ μήτε κατὰ τῶν ἐμπόρων, μήτε περὶ τοὺς δούλους vrbdt, 4, 50, 3. – Bei den Grammatikern zur Bezeichnung des Sprachgebrauchs, εἰ κατὰ ϑηλείας φαίης Apollon. Synt. p. 198, 19, φαῦλον καὶ φλαῦρον κατὰ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου, sagt man von denselben Dingen, Moeris, οἱ τάττοντες τοῦτο κατὰ τοῦ βλακὸς ἁμαρτάνουσιν Phryn. 272, wo Lob. zu vgl.; κατὰ κοινοῦ, Schol. Thuc. 2, 36; gewöhnlicher ἀπὸ κοινοῦ. – 4) ein bes. Sprachgebrauch ist καϑ' ἱερῶν ὀμνύναι, Ar. Ran. 101, auf das Opfer schwören, wobei örtlich an ein Handauflegen od. die Hand dagegen Ausstrecken zu denken; καϑ' ἱερῶν τελείων ὀμνύναι Andoc. 1, 98; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας Dem. 21, 119; καϑ' ἡμῶν ὀμνύναι οὐκ ἤϑελε, εἰ μὴ σαφῶς ᾔδει τὰ εὔορκα ὀμουμένη 29, 26; παραστησάμενον τοὺς παῖ. δας αὐτὸν κατὰ τούτων ὀμεῖσϑαι 54, 38, wobei daran zu denken, daß der Schwur, wenn er nicht gehalten wird, auf das Haupt, bei dem man geschworen, als Fluch fällt; ἐπιορκήσαστ κατὰ τῶν παίδων Lys. 32, 13; κατὰ κυνῶν καὶ χηνῶν ὀμνύναι Luc. Icarom. 9; καϑ' ἱερῶν τελείων ἑστιάσας Tim. 7. – Anders ist εὐχὴν ποιήσασϑαι κατὰ χιλίων χιμάρων, ein Gelübde auf tausend Ziegen machen, Ar. Equ. 659; εὔχεσϑαι κατὰ νικητηρίων Dem. ep. 1 extr., wie App. B. C. 2, 141; sprichwörtlich geworden κατὰ βοὸς εὔχου, etwas Großes geloben, Diogen. 5, 90, μηδὲν κατὰ βοὸς εὔξῃ 6, 55. – 5) von der Zeit; κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον, für alle Zeit hin, Lycurg. 7; κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου σκέψασϑε Dem. 22, 72 u. mit denselben Worten 24, 180. – 6) adverbiale Fügungen sind καϑ' ὅλου, κατὰ παντός, Arist. u. Folgde, durchgängig, im Allgemeinen, s. die Wörter.
II. Mit dem accusat.; – 1) vom Orte; – a) von der Ausdehnung über einen Ort hin, durchhin, u. geradezu in, bei Verbis der Bewegung u. der Ruhe, so daß immer an eine Ausbreitung über einen bestimmten Raum, nach einer gewissen Richtung hin zu denken ist, mit anderer Auffassung als bei ἀνά 3 a, wie auch wir sagen: die Reihen hinauf u. hinunter; von Hom. an sehr gewöhnlich; κατὰ στρατόν Il. 7, 370, κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας 2, 345, κατὰ γαῖαν Ἑλλάδα, Ἴλιον, Τροίην, κατὰ πτόλιν, ἄστυ, οἶκον, δώματα, κατὰ λαόν, δῆμον, ἀνϑρώπους, κατὰ νῆας, κλισίας u. ä., κατὰ ῥωπήϊα Od. 14, 473; so auch Tragg., κατὰ πτόλιν, ἄστυ, Aesch. Eum. 969 Pers. 1027 u. sonst; ϑεοῖς τοῖς καϑ' Ἑλλάδα, in Griechenland, Ag. 564; ἐκ τοῦ κατ' ἄστυ βασιλέως τάδ' ἄρχεται, vom König in der Stadt, Soph. O. C. 67; εἴσω κατ' αὐτὸν (χῶρον) εὐστομοῠσ' ἀηδόνες 18; κατὰ στέγας ἰέναι O. R. 637; οἱ κατ' οἶκον, domestici, El. 1136; κατ' οἴκους, im Hause drinnen, O. R. 1447; κατ' ἀγρίαν ὕλην ἀλωμένη O. C. 349; in Prosa, αἱ ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσίν Her. 5, 109, sind über die ganze Erde verbreitet; ἥρωες κατὰ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ἱδρυμένοι Lycurg. 1, 25; οὐ γὰρ ἦν κατὰ πόλιν Plat. Theaet. 142 a; τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν ἰόντων περὶ γῆν, durch den Himmel hin, 208 d (vgl. ἕως ἔτ' ἔστιν ἄστρα κατὰ τὸν οὐρανόν Ar. Eccl. 83); κατὰ τὸ ὑδάτιον Phaedr. 229 a; τοῦ περιφερομένου κατὰ πάντα τὰ μέλη αἵματος Tim. 74 c; κατὰ τὸν πλοῦν ἤδη ὤν, auf der Fahrt, Thuc. 7, 31; οἱ. κατὰ ταῦτα οἰκοῠντες Xen. An. 7, 5, 13; κατὰ τὴν ὁδὸν ἐγένοντο 4, 3, 21 (vgl. Plat. ἐπειδὰν φερόμενοι γένωνται κατὰ τὴν λίμνην Phaed. 114 a); οἱ κατὰ τὸ Ἀρκαδικὸν πελτασταί, im arkadischen Heere, 4, 8, 18; στὰς κατὰ τὰς πύλας, an dem Thore, 5, 2, 16. Bes. häufig κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν, zu Wasser u. zu Lande. – b) κατὰ ποταμὸν πλέειν Her. 1, 194. 4, 44, κατὰ ῥόον, stromabwärts, im Ggstz von ἀνὰ ποταμόν, 2, 96; κατὰ ῥοῦν φέρεται, sprichwörtlich vom Gelingen, Diogen. 5, 82; κατ' οὖρον ἴτω, ἐρέσσετε, Aesch. Spt. 672. 836; ῥείτω κατ' οὖρον Soph. Tr. 468; κατὰ τὸν Ἰλισσὸν ἴωμεν, hinab, entlang, Plat. Phaedr. 229 a. Aehnlich vom Jäger entlehnt, der der Spur nachgeht, κυναγοὶ κατ' ἴχνος πλάταν ἄφαντον κελσάντων Aesch. Ag. 679; κατ' ἴχνος ᾄσσω Soph. Ai. 32, ich eile der Spur nach; κἀμὲ κατὰ ταύτην τὴν ὁδὸν ἄγε, auf diesem Wege, Plat. Soph. 237 b; ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους προϊόντας, ihnen nachgehen, Her. 9, 53; κατὰ στίβον, auf dem Fuße, 4, 122, wie κατὰ πόδας, Thuc. 3, 98; Xen. Mem. 2, 6, 9. – c) Richtung wohin, an, κατὰ στῆϑος βάλλειν, κατ' ἀσπίδα, Il. 3, 347. 11, 108, u. oft in ähnlichen Vrbdgn, an die Brust treffen, gegen den Schild werfen, auf Etwas zu schießen, βέλος κατὰ καίριον ἦλϑε, das Geschoß kam an eine tödtliche Stelle, 11, 439, οὐδέ ποτε Ζεὺς τρέψεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης ὄσσε φαεινώ, ἀλλὰ κατ' αὐτοὺς αἰὲν ὅρα, sah auf sie hin, 16, 644; παίει κατὰ τὸ στέρνον Xen. An. 1, 8, 26; ὁρμᾶν κατά τινα 7, 5, 27; ὡς κατὰ τοῠτο τὸ χωρίον ἐγένοντο, als sie an den Ort gekommen waren, Her. 3, 86; ἐπεὰν κατὰ τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου 6, 19; übertr., κατὰ τωὐτὸ γίνεσϑαι, übereinstimmen, 4, 119; anders παρῄεσαν αἱ παρϑένοι κατὰ τοὺς πατέρας, wo ihre Väter saßen, 3, 14; λέγειν κατά τινα, zu ihm sprechen, Xen. Cyr. 7, 1, 12. – d) allgemeiner, gegenüber, ἀνὴρ κατ' ἄνδρα τοῠτον ᾑρέϑη Aesch. Spt. 487; κατ' ὄμματα τῷ νυμφίῳ Soph. Ant. 756; κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας Her. 9, 31; in der Gegend bei, ἡ Στερίη κατὰ Σινώπην πόλιν κειμένη Her. 1, 76; κεῖται ἡ Κεφαλληνία κατὰ Ἀκαρνανίαν Thuc. 2, 30; ἡ καϑ' ἡμᾶς ϑάλαττα, das sich zu uns erstreckende, bei uns liegende, das mittelländische Meer, Pol. 1, 3, 9; κατὰ βορέαν ἑστηκώς, gegen Norden, Thuc. 6, 104; von tactischen Bestimmungen, οἱ κατὰ τὸ λαιὸν τῶν ὑπεναντίων Pol. 1, 34, 9; öfter οἱ κατά τινα τεταγμένοι u. ä., zur ungefähren Ortsbestimmung. – Oertlich ist auch ursprünglich das bei Hom. so geläufige κατὰ ϑυμόν, κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, im Herzen, in der Seele, s. unten. – Bei Zahlen, ungefähr, Her. 2, 145. 6, 44. 79; κατ' οὐδέν, fast Nichts, 2, 101. – 2) von der Zeit, eine Verbreitung durch einen Zeitraum hin, während, zu, Dauer u. Gleichzeitigkeit ausdrückend; ἐμὸν κατ' αἰῶνα, zu meiner Zeit, Aesch. Spt. 201; λευκὸν κατ' ἦμαρ Ag. 654; κατ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ἀεί Soph. El. 251; μίαν καϑ' ἡμέραν, in einem Tage, Ant. 55; καϑ' ἡμέραν τὴν νῦν, heute, O. C. 3 Ai. 788; bes. in Prosa, κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα, zur Zeit als Amasis König war, Her. 2, 143, κατὰ τὸν πόλεμον, während des Krieges, 7, 157, κατ' εἰρήνην, in Friedenszeiten; κατὰ τὸν κατὰ Κροῖσον χρόνον, zu Krösus' Zeiten, 1, 67; κατὰ τοὺς Τρωϊκοὺς χρόνους, zur Zeit des trojanischen Krieges; κατὰ Σωκράτην Ath. XI, 505 f; εἴ τι μὴ ὀρϑῶς πράττω κατὰ τὸν βίον τὸν ἐμαυτοῦ Plat. Gorg. 489 a; κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους Polit. 274 c; οἱ καϑ' ἑαυτούς, ihre Zeitgenossen, Xen. Mem. 3, 5, 10; οἱ καϑ' ἡμᾶς Pol. 16, 20, 8; εἴς τε τοὺς πρὸ ἡμῶν καὶ καϑ' ἡμᾶς καιρούς 4, 1, 4; – κατὰ καιρὸν πράττεσϑαι Dem. 1, 4; – κατὰ φῶς, bei Tage, im Ggstz von νύκτωρ, Xen. Cyr. 3, 3, 25. – Aber καϑ' ἡμέραν ist = täglich, Aesch. Pers. 827 u. sonst oft, wie ὁ καϑ' ἡμέραν βίος täglicher Lebensunterhalt, Soph. O. C. 1366, u. ἐπὶ τῷ καϑ' ἡμέραν μισϑῷ, Dem. 59, 108, täglicher Lohn, κατ' ἐνιαυτόν jährlich, Plat. Polit. 298 e; Xen. An. 3, 2, 12 u. öfter; κατὰ μῆνα, monatlich. Diese Verbindungen gehören zu – 3) wo κατά Vereinzelung, Vertheilung eines größern Ganzen in mehrere kleinere Theile ausdrückt; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα, κατὰ φρήτρας, Il. 2, 363, nach Stämmen u. Geschlechtern sie sondern; κατὰ στίχας, reihenweis, Il.; κατὰ κώμας κατοικημένοι, in einzelnen Dörfern angesiedelt, Her. 1, 96; ἐκ τῶν συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους 8, 113, immer nur wenige aus den einzelnen Abtheilungen; κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη, in elf Theile, Plat. Phaedr. 246 e; κατ' εἴδη διαιρεῖσϑαι τὰ ὄντα, in od. nach Geschlechtern unterscheiden, 273 e; ὁπόσοι κατὰ πόλιν ἐν ἑκάσταις νομεύονται Polit. 295 e; ἵνα μὴ μόνον κατὰ πόλεις, ἀλλὰ καὶ κατ' ἔϑνη δουλεύωσι, nicht bloß stadt-, sondern auch völkerweis, Dem. 9, 26; ἐλάμβανον τοὺς ἄρτους κατ' ὀβολόν, τὰ ἄλφιτα κατ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, halbmetzenweis, 31, 37; κατὰ διακοσίας μνᾶς διακεχρημένον, in einzelnen Posten zu 200 Minen ausgeliehen, 27, 11; tactisch, κατὰ φυλάς, κατ' ἴλας, κατὰ τάξεις, κατὰ λόχους, geschwader-, regimenterweise, Xen. Cyr. 1, 4, 17. 6, 2, 36. 2, 1, 23 u. sonst; ähnl. κατὰ πόλεις διελύϑησαν, in die einzelnen Städte, Thuc. 3, 1, ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις 1, 89; κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως πλέοντες 2, 90. Geradezu die Distributivzahlen bildend, καϑ' ἕνα μαχεόμενοι Her. 7, 104; καϑ' ἑπτά, je sieben, Ar. Av. 1079; κατ' όλίγας (ναῦς) προςπίπτοντες, immer nur in kleinen Abtheilungen, Thuc. 3, 28; κατὰ δύο, je zwei, Plat. Ep. VI, 323 c; καϑ' ἕνα, einzeln, Xen. An. 4, 7, 8; κατὰ μίαν ἢ δύο λαμβάνων Dem. 20, 77; κατὰ μίαν ναῦν τάττειν Pol. 1, 26, 12, öfter, bes. von Anordnung u. Aufstellung der Soldaten, wohin man auch κατὰ κέρας προςβάλλειν, Xen. Cyr. 7, 1, 26, u. ä. rechnen kann. – Man vgl. noch κατ' ἔπος, Wort für Wort, Ar. Ran. 801, καϑ' ἑσμούς, schaarenweis, Vesp. 1146. – 4) Vereinzelung u. Absonderung ausdrückend, κατὰ σφέας γὰρ μαχέσονται, für sich, abgesondert, werden sie kämpfen, Il. 2, 366; μόνος καϑ' αὑτόν, allein für sich, Soph. O. R. 63; αὐτὴ καϑ' αὑτήν Eur. Ion 60; αὐτὸς καϑ' ἑαυτόν Ar. Vesp. 786; sehr gewöhnlich in Prosa, λέγων κατὰ σαυτόν Plat. Gorg. 505 d; αὐτὸ καϑ' αὑτὸ ἕκαστον, jedes Einzelne für sich, Theaet. 206 a; μόνος αὐτὸς καϑ' αὑτόν Rep. X, 604 a; καϑ' ἕνα, einzeln, dem ἀϑρόος entgeggstzt, Alc. I, 114 d, wie Thuc. ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καϑ' ἑκάστους 2, 64; οἱ καϑ' αὑτοὺς Ἕλληνες 1, 138; καϑ' ἑαυτὸν πορεύεσϑαι, allein, für sich marschiren, Xen. An. 5, 10, 11; καϑ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐξοπλίσϑητε Cyr. 6, 3, 32 (aber αὐτοὶ καϑ' ἑαυτούς = von selbst, freiwillig 5, 5, 39); γεγόνασι καϑ' ἑαυτοὺς ἕκαστοι Dem. 10, 52; ἤδη καϑ' αὑτὸν ὄντι, als er schon selbstständig war, sein eigenes Geschäft hatte, 36, 4. – 5) aus 1 c folgt die Bdtg des Zweckes, als einer Richtung worauf, ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἀλάλησϑε; Od. 3, 72. 9, 253, fahrt ihr nach einem Geschäfte, zu einem Geschäfte herum? πλάζεσϑαι κατὰ ληΐδα, auf, nach Beute umherschweifen, 3, 106; κατὰ χρέος ἐλϑεῖν, nach einem Orakelspruche kommen, um ihn einzuholen, 11, 479; κατὰ ληΐην ἐκπλώσαντες Her. 2, 152; ἀποπλέειν κατὰ βίου καὶ γῆς ζήτησιν 1, 94, wie κατὰ ζήτησίν τινα πέμπειν Soph. Tr. 55; κατὰ ϑέαν ἥκειν Thuc. 6, 31; καϑ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι, zur Plünderung zerstreu't, Xen. An. 3, 5, 2. Aehnlich Ζεὺς μετ' Αἰϑιοπῆας χϑιζὸς ἔβη κατὰ δαῖτα, zum Schmause, Il. 1, 424; vgl. κατὰ τὴν κνίσσαν εἰςελήλυϑε Ar. Pax 1015. – Dah. drückt es auch den Bewegungsgrund aus, weg en, aus, αἰτίαν καϑ' ἥντινα Aesch. Prom. 226; Θησέως κατὰ φϑόνον στρατηλατοῦσαι, aus Neid gegen den Theseus, Eum. 656; κατ' ἔχϑραν, aus Feindschaft, Suppl. 331, wie Ar. Pax 133; in Prosa, κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐμήδιζον κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, κατὰ δὲ τὸ ἔχϑος τῶν Θετταλῶν Her. 8, 30, vgl. 7, 142. 9, 37; κατὰ τὴν τουτου προϑυμίην τέϑνηκας, nach seinem Wunsche, 1, 124; τὴν προξενίαν κατά τι ἔγκλημα ἀπεῖπον Thuc. 6, 89; κατὰ τί; weshalb? Ar. Nubb. 240 u. sonst; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ Plat. Phaedr. 229 d; κατὰ φϑόνον οἴονται τὸν ἑαυτῶν λέγειν Gorg. 437 d; ἐγὼ κατ' αὐτὸ τοῦτο ἄγαμαι Πῶλον, ὅτι 482 d, eben deshalb, weil. – 6) an 1 b schließt sich die Bdtg gemäß, zufolge, nach, wie Plat. sagt ὥςπερ κατ' ἴχνη κατὰ τὰ νῠν εἰρημένα ζῆν, Phaed. 115 b. So Hom. καϑ' ἡμέτερον νόον, nach unserm Sinne, Il. 9, 108, u. öfter κατὰ μοῖραν, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, nach Gebühr, nach Schicklichkeit, wie sich's gebührt; so auch Folgde; zunächst von göttlichen od. Schicksalsbestimmungen u. Orakeln, κατὰ ϑεὸν γάρ τινα ἔτυχον καϑήμενος ἐνταῦϑα Plat. Euthyd. 272 e, vgl. Apol. 22 a; κατὰ ϑεὸν ἥκεις, nach göttlicher Schickung, Her. 8, 85; κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν Soph. O. C. 102; κατ' ὀμφὴν σὴν ἐστάλη 556; κατὰ τὸ χρηστήριον Her. 7, 178; dann: den Gesetzen gemäß, κατὰ νόμους Aesch. Suppl. 238. 385; κατὰ νόμους τοὺς ἐπιχωρίους Her. 1, 35; κατὰ τοὺς νόμους ζῆν Plat. Prot. 326 c; κατὰ νόμον, nach dem Branche, Xen. Cyr. 5, 5, 6 u. sonst oft; – κατὰ τὰς Θεμι-στοκλέους ἐντολάς, nach dem Befehle, Her. 8, 85; κατὰ τὰ παρηγγελμένα Xen. An. 2, 2, 8; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, 7, 2, 7; κατὰ τὰ συνεϑήκατο Her. 5, 112; κατὰ τὰ ἤκουον, nach dem was ich hörte, 2, 49; κατὰ τὸν σὸν λόγον Plat. Gorg. 471 a; – κατὰ νοῦν ἔχει κείνῳ Soph. O. C. 1765, wie κατὰ γνώμαν ἴδρις O. R. 1087, nach Wunsch; κατὰ τὸ εἰκός Xen. Cyr. 8, 7, 9; αἱ συνϑῆκαι, καϑ' ἃς ἐδανείσατο Dem. 25, 69. – Von der Verwandtschaft, ϑρόνους ἔχω κατ' ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων Soph. Ant. 174; κατὰ τὴν συγγένειαν Xen. An. 7, 2, 31; vgl. Thuc. 1, 95. 7, 57; προςεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα, von mütterlicher Seite mit ihm verwandt, 1, 127, wie auch Sp., z. B. App. B. C. 2, 143; – κατὰ Πίνδαρον, wie Pindar sagt, Plat. Phaedr. 227 b; καϑ' Ὅμηρον Conv. 174 c; κατὰ τὸν Θουκυδίδην Plut. Dem. 6; – οὐ γὰρ κατὰ τὸ πλεῖν κυβερνήτης καλεῖται, ἀλλὰ κατὰ τὴν τέχνην, in Beziehung auf od. danach benennen, Plat. Rep. I, 341 d, oft im Crat.; – κατὰ λόγον, im Verhältniß, s. λόγος. – In κατὰ τὸν πατέρα ἐπί. βουλός ἐστι τοῖς καλοῖς, Plat. Conv. 203 d, liegt »der Abstammung von seinem Vater nach«, väterlicherseits, wie sein Vater, so. – 7) Aehnlichkeit, Uebereinstimmung, Art u. Weise durch κατά ausgedrückt; κατὰ λοπὸν κρομύοιο, nach Art einer Zwiebelhaut, Od. 19, 233; πατέρα τε καὶ μητέρα εὑρήσεις οὐ κατὰ Μιϑριδάτην τε τὸν βουκόλον καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Her. 1, 121, nicht nach Mithridates' Art, ganz andere Leute als Mithridates, vgl. 2, 10; Thuc. 2, 62; μέγεϑος κατὰ συκέην μάλιστα, so groß wie, Her. 4, 23; ποταμοὶ οὐ κατὰ Νεῖλον ἐόντες μεγάϑεα 2, 10; ἵνα προςείπω σε κατὰ σέ, nach deiner Art, Plat. Gorg. 467 a; κατ' ἐμαυτόν, nach meiner Art, οὐ πρὸς τοὺς ὑμετέρους λόγους Conv. 199 a; κατὰ τὸν πάππον, wie der Großvater, Parm. 176 c; ὁμολογῶ οὐ κατὰ τούτους εἶναι ῥήτωρ Apol. 17 b; – κατὰ ταὐτά, auf dieselbe Weise, Her. 6, 53; τὸ κατὰ ταὐτόν Plat. Phil. 58 a; κατὰ τί λέγοντες Soph. 222 c; κατὰ πάντα τρόπον, auf alle Weise, Xen. An. 6, 4, 30; κατὰ πολλοὺς τρόπους, auf viele Arten, Cyr. 8, 1, 46. – Aehnl. τὸ ἐμὸν δέος οὐκ ἔστι κατ' ἄνϑρωπον, ist nicht menschlich, Plat. Phil. 12 c; οὐ κατὰ χρυσίον δοκεῖ σοι εἶναι Conv. 112 c; τὸ καϑ' ἡλικίαν, dem Alter angemessen, Arist. eth. 8, 12. – Bes. ὁ κόμπος οὐ κατ' ἄνϑρωπον φρονεῖ, Aesch. Spt. 407, wie λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ ϑεὸν σέβειν ἐμέ, wie einen Menschen, nicht wie einen Gott, Ag. 899; ἃ δὴ κατ' ἄνδρα γίγνεται νεανίαν Eur. I. A. 938; u. beim comparat., wenn eine Sache in ihrem Verhältniß zu einer andern betrachtet u. dem Grade nach damit verglichen wird, das lat. quam pro, μεῖζον ἢ κατ' ἄνϑρωπον νοσεῖς, du leidest an übermenschlicher Krankheit, du leidest übermenschlich Großes, Soph. O. C. 604; τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν, es geht über meine Kraft, Tr. 1025; φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, stolzere Gedanken hegen, als sich für einen Menschen ziemt, Ant. 764; ὅστις μὴ κατ' ἄνϑρωπον φρονεῖ Ai. 748; δοκεῖ μοι ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους Plat. Phaedr. 279 a, vgl. Phaed. 94 e; ταῦτα ἴσως μείζω ἐστὶν ἢ κατ' ἐμὲ καὶ σὲ ἐξευρεῖν Crat. 392 e, es geht über unsere Kräfte, ist im Vergleich mit unserer Kraft zu groß, ist zu groß, als daß wir es ausfindig machen könnten; μείζω ἢ κατ' ἄνϑρωπον Rep. II, 359 d; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα πεπονϑότες ἤδη, mehr als daß es hinreichend beweint werden könnte, Thuc. 7, 75; πλείω ἤ κατὰ τὸ ἡμέτερον πλῆϑος Xen. Cyr. 4, 5, 40; τίς κρείττων ἢ κατ' ἄνϑρωπον; 8, 7, 2; μεῖζον φορτίον ἢ καϑ' ἑαυτὸν ἀράμενον, eine größere Last als er tragen kann, Dem. 11, 14; εἰ δέ τῳ δοκῶ μείζονας ἢ κατ' ἐμαυτὸν λέγειν λόγους 13, 18; πολλὰ κἀγαϑὰ ὑμᾶς εἰργασμένοι οὐ κατὰ τὰς Μειδίου λειτουργίας 21, 169, nicht so geringfügig wie die Leistungen des Midias; so Sp., wie Pol. τολμηρότερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν, als man es von seinem Alter erwarten sollte, 5, 18, 7, vgl. 1, 8, 5. – 8) Allgemeiner, in Rücksicht auf, σὺ δὲ ἀνὴρ καϑ' ἡμᾶς ἐσϑλὸς ὢν ἐπίστασο Soph. Ai. 1878; οὐκ ἔχω εἶπαι κατὰ τὴν Ἀμφιάρεω ἀπόκρισιν Her. 1, 49, wie κατὰ τὴν τροφὴν τῶν παίδων τοσαῦτα ἔλεγον, in Beziehung auf, über die Ernährung, 2, 3; κατὰ μὲν τὸν κρητῆρα οὕτως εἶχε, so verhielt es sich; καϑ' ὃ ἡδέα ἐστίν, ἆρα κατὰ τοῦτο οὐκ ἀγαϑά, ist es in der Beziehung, wo es angenehm ist, nicht gut, Plat. Prot. 351 c; κατὰ τί; inwiefern? 335 d; καϑ' ὅσον, insoweit, 351 c; καϑ' ὅ τι, insofern, daß, Polit. 298 c; auch mit pleonastischem εἶναι, ἐγὼ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι Prot. 317 a; κατά τι, in irgend einer Rücksicht, in irgend einem Stücke, κατὰ πάντα, in allen Stücken; τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι Xen. An. 1, 6, 9, in Beziehung auf diesen, was ihn anbelangt. – Dah. dient es oft zur bloßen Umschreibung, die ausdrücklicher als das bloße Nomen od. ein Genitiv an alle einzelnen Beziehungen erinnern soll, τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, der Krieg und Alles, was ihn betrifft; τὰ κατὰ τὴν πόλιν, Alles was den Staat betrifft, das Verhältniß, die Lage des Staates; λάχη τὰ κατ' ἀνϑρώπους Aesch. Eum. 300, = ἀνϑρώπων; πάντα τὰ κατ' ἀνϑρώπους, alle menschlichen Verhältnisse, alles Menschliche, 840; τὰ κατὰ τὴν μουσικὴν πάντα Plat. Gorg. 474 a; τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἐπιϑυμιῶν, die sich auf den Körper beziehen, die leiblichen, Phaed. 82 c; τὰ καϑ' ὑμᾶς ἐλλείμματα, Fehler von eurer Seite, eure Versehen, Dem. 2, 27; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ, durch Furcht vor ihm, die er einflößt, 19, 2; τὰ καϑ' ἡμᾶς καλῶς ἔχει, unsere Sachen stehen gut, Xen. Cyr. 7, 1, 16. Von Sp. wird dies noch weiter ausgedehnt, τούτῳ τὸ κατὰ τὸν στόλον ἐνεχείρισεν, er trug ihm den Zug, Alles, was dazu gehörte, auf, Pol. 1, 56, 1, öfter; ὁ κατὰ τὰς ἀρχαιρεσίας χρόνος, die Zeit der Comitien, 1, 52, 2; sogar ἡ κατὰ τὸν ἥλιον ἀνατολή, πορεία, Aufgang, Lauf der Sonne, 3, 113, 1. 9, 15, 6; αἱ κατὰ τὸν Φίλιππον εὐεργεσίαι, des Philipp, 2, 48, 2; ἡ καϑ' Ἡρόδοτον ἱστορία, die Geschichte des Herodot, D. Sic., u. a. Sp. – Manche Umschreibungen der Art sind ganz adverbial geworden u. bei den einzelnen Substantiven bemerkt, κατ' ἰσχύν, kräftig, Aesch. Prom. 212, κατὰ σκότον, im Finstern, heimlich, Soph. Phil. 574, κατ' ὀρϑόν, gerade, recht, O. R. 88, κατ' ὀργήν, erzürnt, Tr. 929, καϑ' ὁρμὴν δρᾶν, eifrig, Phil. 562, καϑ' ἡσυχίαν, ruhig, κατὰ τάχος, eilig, κατὰ κράτος, mit Gewalt, wie κατὰ τὸ ἰσχυρόν, Her. 9, 2, κατὰ πόδα, sogleich, Xen. Hell. 2, 1, 20, κατὰ μέρος, abwechselnd, κατὰ φύσιν, naturgemäß, natürlich, κατὰ τύχην, zufällig, κατὰ μικρόν, κατ' ὀλίγον, allmälig, nach u. nach, κατὰ πολύ, bei weitem, u. ä.
Κατά erleidet bei Dichtern die Anastrophe, wenn es dem Casus, den es regiert, nachsteht, wie Ἀτρειδῶν κάτα, Soph. Ai. 295. 948; auch in tmesi, wenn es dem zugehörigen Verbum nachsteht, wird κάτα geschrieben, ὅτ' ἂν εὐφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον, Od. 9, 6 Il. 17, 91.
Bei Dichtern, bes. den älteren Epikern, lautet das Wort auch vor Consonanten κάτ u. erleidet dann Assimilationen, so daß nicht bloß in Zusammensetzungen κάββαλε, κακκείοντες, κάλλιπε, καῤῥέζουσα, κατϑανεῖν geschrieben wird, sondern auch καγγόνυ, καδδέ, καδδύναμιν, für κὰγ γόνυ, κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν, u. eben so κακκεφαλῆς, καμμέν u. καμμέσον, καννόμον, καππεδίον, καπφάλαρα, κάῤῥα, καττάδε, καττόν, die sämmtlich besser getrennt geschrieben werden, aber an ihrer Stelle aufgeführt sind. Vor στ u. σχ fällt auch τ aus, in καστορνῦσα, κάσχεϑε. – In καταιβάτης u. ä. hat sich die alte gedehnte Form καταί erhalten.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) von oben herab, herunter, darauf, am Boden, καταβαίνω, καταβάλλω, καταπίπτω, κατάκειμαι. – 2) entgegen, gegen an, κατᾴδω, καταβοάω, u. bes. eine feindliche Thätigkeit, ein nachtheiliges Einwirken, καταγιγνώσκω, κατηγορέω, καταψηφίζομαι, ver-, miß-. – 3) Verstärkung des ursprünglichen Begriffes, er-, zer-, ver-, κατακόπτω, καταφαγεῖν, κατακτείνω, auch adj., κατάδηλος. – 4) zuweilen giebt es auch einem intr. Verbum transitive Bdtg, καταϑρηνέω, beweinen, beklagen.
-
44 ἐν
ἐν, p. ἐνί, Il. 13, 608 u. öfter, Soph. Tr. 6 (s. unten), u. εἰν, Od. 1, 162 u. öfter, Soph. Ant. 1226, wo man an das ep. εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν erinnert wird; auch εἰνί, Il. 8, 199 Od. 9, 417; Eur. Heracl. 893. Sein od. Verweilen in, an, auf Etwas. – 1) vom Orte u. zwar – a) am gewöhnlichsten innerhalb eines Raumes, in, ἐν νήσῳ, ἐν δώμασιν u. ä., Hom. u. Folgde überall; τίς. ἔνδον ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς Soph. O. R. 112; ἐν ξένᾳ, in der Fremde, Phil. 135. – Wie bei εἰς wird οἶκος oft ausgelassen. ἐν Ἅιδου, von Hom. an überall, πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῠ πατρὸς κειμήλια κεῖται Il. 6, 47; ἐνὶ Κίρκης ἔρχαται Od. 10, 282; vgl. 7, 132; ἐν ἀνδρὸς εὐσεβεστάτου τραφείς Eur. I. A. 926; ἐν παιδοτρίβου καϑίζειν Ar. Nub. 972; ἐν Πυϑίου Thuc. 6, 54, wie Plat. Gorg. 472 a; ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, ἐν κιϑαριστοῠ, ἐν διδασκάλων, Prot. 320 a Theaet. 206 a Alcib. I, 110 a; τὸ χωρίον τὸ ἐν γειτόνων Dem. 53, 10, woran sich auch ἐν αὑτοῦ reiht, Ar. Vesp. 642; Plat. Charm. 155 d, s. unten 6. – b) auf, ἐν ἵπποις, ἐν ϑρόνοις, Hom., Aesch. Ch. 969; ἐν σάκει, Spt. oft; ἐν ϑαλλοῖς συγκατῄϑομεν Soph. Ant. 1186; ἐν στιβάσι κείμενοι Xen. An. 5, 9, 4; ἐν τῇ γῇ, ἐν τῇ ϑαλάττῃ ἄρχειν, 6, 4, 13; ἐν τῷ δεξιῷ, auf dem rechten Flügel, 1, 8, 5; ἐν τοῖν ὀβολοῖν ϑεωρεῖν, auf dem Zwei-Obolenplatz, Dem. 18, 28; ἐν τοῖς στεφανώμασιν, auf dem Kranzmarkt, Ar. Eccl. 303 u. Phereer. Ath. XV, 658 b, wie ἐν τῷ μύρῳ, in dem Salbenladen, Ar. Eq. 1371 u. Polyzel. Schol. Ar. Plut. 550; ἐν τοῖς ἰχϑύσιν, auf dem Fischmarkt, Antiphan. Ath. VII, 287 e. – c) das Daransein, die unmittelbare Nähe ausdrückend; ἐν οὐρανῷ, am Himmel, Il. 8, 555; ἐν ποταμῷ, am Flusse, 18, 521 Od. 5, 466; ἐν τόξῳ, ἐν ξίφει, ἐν ῥυμῷ, ἐν χρῷ, s. χρώς; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, daran reibend, Soph. Phil. 295; χεῖρας αἱμάξαι ἔν τινι Ai. 448; τἂν ποσίν, das vor den Füßen, das Gegenwärtige, Ant. 1309, vgl. τὰ ἐν μυχοῖς 1279. Aber ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι = zwischen den Bäumen, Xen. An. 4, 7, 9; u. ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς δένδρεσίν εἰσιν σκιαραί = unter, Plat. Legg. I, 625 b; ἐν τῷ λιμένι Xen. An. 6, 2, 1; oft ἐν τῷ Πόντῳ, am Pontus. Bes. seit Her. ἐν Κύπρῳ ναυμαχεῖν, 5, 115, von Schlachten, die bei einem Orte, im Gebiete desselben geliefert werden, Thuc. u. Folgende; so ἐν Κορωνείᾳ κινδυνεύειν Xen. An. 5, 3, 6; ἡ ἐν Τροίᾳ μονή, vor Troja, Plat. Crat. 395 a; u. sehr gew. οἱ ἐν Μαραϑῶνι, die Kämpfer bei Mar. oder die dort Gebliebenen, Thuc. 2, 34; Selten so von Personen, παρέσται ἐν πόσει, Eur. El. 641; προξένων ἔν τῳ κατέσχες Ion 365, vgl. Heracl. 757. – d) auch bei Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, um die Erreichung des Zieles u. das Verweilen daselbst anzudeuten. Schon Hom. oft ἐν κονίῃσι πέσε, ἐν χερσὶ πεσεῖν u. ä., ἐν χείρεσσι λάβ' αἰγίδα Il. 15, 229, ἐν Τρωσὶν ὄρουσαν 16, 258, λέων ἐν βουσὶ ϑορών 5, 261, ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον Od. 2, 349, ἐν τεύχεσι δύνειν Il. 23, 131, ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι 132; κάββαλ' ἐνὶ πόντῳ Hes. Th. 189; τοιαῦτ' ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου Aesch. Ch. 443, wie ἐνὶ φρεσὶν βάλλω, Hom.; ἐλπίδας κατῴκισα ἐν αὐτοῖς, habe ich in ihnen erweckt, Aesch. Prom. 250; ἵζει μάντιν ἐν ϑρόνοις Eum. 18. Bes. bei τίϑημι, πίπτω u. ä., ἐνμέσῳ τίϑημι, ἐν δώμασι πιτνών, Aesch. Ch. 36. 143; ἐν πέδῳ βαλῶ Ag. 1145; ἐν τάφῳ ϑεῖναι Soph. Ant. 499; ἐν ποίμναις πιτνών, ἐν βουσὶ πεσών, Ai. 184. 367; ἐν μέσῳ σκάφει ϑέντες Trach. 800; ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ ϑεὸς ἔπαισεν Ant. 1258; auch in Prosa, ἐμπίπτειν ἐν Thuc. 7, 87; ἐν ἀπορίᾳ ἐνε-πεπτώκεισαν Plat. Euthyd. 292 e; ἐν τῇ γῇ καταπεφευγέναι Thuc. 4, 14; ᾤχοντο δ' ἐν τοῖς ὀχυροῖς καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐν τούτοις ἀνακεκομισμένοι ἦσαν Xen. An. 4, 7, 17; in welchen Beispielen das perf. zu beachten; ἐν μέσοις ἀναμεμιγμένοι τοῖς Ἕλλησιν 4, 8, 8; ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσϑαι, an den sichersten Ort bringen, Cyr. 1, 6, 26. Auffallender ἐν Ἀμβρακίᾳ ἀπῄεσαν, ἀποστελοῠντες ἐν Σικελίᾳ, Thuc. 4, 42. 7, 17, wie ἡ ἐν τῷ Πειραιῷ τῶν νεῶν καταφυγή 8, 11; ὁ ἐν Σικελίᾳ πλοῦς Lys. 19, 43; ῥιπτοῠντες σφᾶς ἐν τῇ ϑαλάττῃ Arr. An. 1, 19, 3; Sp., häufig geradezu für εἰς, wie διαβάντες ἐν Σάμῳ Paus. 7, 4, 3. – Bei den Doriern steht ἐν für εἰς, dah. c. acc. bei Pind. P. 2, 11. 86. 5, 38 N. 7, 31. – 2) auf Menschen übertr., – a) unter; ἐν πρώτοις μάχεσϑαι Il. 9, 709; ἐν προμάχοισι φανείς 3, 31; κλέος ἐσϑλὸν ἐνὶ Τρώεσσιν ἀρέσϑαι 17, 16; οἴη ἐν ἀϑανάτοις 1, 398; νεῖκος ἐν ἀϑανάτοισιν ὄρωρεν 24, 107; ἐν δὲ τῇσι (βουσὶ) νομεύς 15, 632; ἄρχειν, ἀνάσσειν ἐν πολλοῖς, unter vielen, 13, 689 Od. 19, 110; φῦλον ἐν ἀνϑρώποισι ματαιότατον Pind. P. 3, 21. So oft Tragg.; ἄτιμος ἐν ϑεοῖς Aesch. Eum. 691 (vgl. Soph. O. R. 215 Xen. An. 7, 7, 501; τὰ ἐν βροτοῖς πήματα Prom. 440; ἐν πρώτοις ἕπει Soph. El. 28; Prosa, ὄνομα μέγιστον ἐν πᾶσιν ἀνϑρώποις ἔχειν Thuc. 2, 64; ἐν ϑεοῖς καὶ ἀνϑρώποις Plat. Legg. IX, 879 b; ἐν πᾶσιν εὐδόκιμοι τοῖς Ἕλλησιν, bei, I, 631 c; vgl. Prot. 337 b 343 c; μνήμην παρέχειν ἔν τισι Xen. An. 6, 3, 24; bes. λέγειν, νομίζειν, καταριϑμεῖν, λέγεσϑαι ἐν, dazu, darunter rechnen, Aesch. Prom. 975 Eur. Herc. Fur. 175 Plat. Polit. 266 a Xen. An. 1, 6, 1 Hem. 2, 2, 1; – οἱ ἐν γένει, die Verwandten, Soph. O. R. 1430. – Auch von Dingen, ἐν ἐλπίσι τρέφω Soph. Ant. 888. – b) bei λέγειν u. ä. geht es in die Bedeutung vor, in Gegenwart über; ἐν ὑμῖν ἐρέω Il. 9, 528; ἐν πᾶσι, in Gegenwart aller, Od. 2, 194. 16, 378; ἐν τῷ δήμῳ Plat. Rep. VIII, 565 b; ἐν μάρτυσι Conv. 175 e; nach λέγειν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Antiph. 6, 24, auch ἐν τοῖς δικασταῖς, ibd. 23; Is. 2, 4; Dem. 8, 1. 27; κατηγορεῖν Plat. Legg. X, 886 e; sehr gew. ἐν εἰδόσι μακρηγορεῖν u. ä., Thuc. 2, 26, wohin auch ἐν νομοϑέταις ϑέσϑαι, λύειν νόμον gerechnet werden kann, Dem. 3, 10. 2433, wie ἐν ὑμῖν (vor, bei euch, den Richtern) πειράσομαι τῶν δικαίων τυχεῖν 40, 3. – Aehnl. δεῖξαι ἐν Ἀργείοις μέσοις Soph. Phil. 626, vgl. 1053; εἰ τάδ' έστὶν ἐν ϑεοῖς καλά, wenn das vor den Göttern recht ist, Ant. 916. – c) bes. zu bemerken ist ἐν τοῖς beim superlat., wobei man von Stellen ausgeht, wie πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα οἱ λόγοι ὑμῶν καλὰ ἔχουσιν, ἐν δὲ τοῖς καὶ τοῦτο μεγαλοπρεπέστερον, Plat. Euthyd. 303 c, wo es deutlich unter diesem Guten ist; ὃ δὴ δοκεῖ ἐν τοῖς μεγίστοις μέγιστον εἶναι Crat. 427 e; τοῦτό μοι ἐν τοῖσι ϑειότατον φαίνεται γίγνεσϑαι Her. 7, 137; häufig Thuc., z. B. ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες, ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, 3, 17. 82; Plat. ἣν ἀγγελίαν ἐγώ, ὥς μοι δοκῶ, ἐν τοῖς βαρύτατα ἂν ἐνέγκοιμι Crit. 43 c; am häufigsten ἐν τοῖς μάλιστα, z. B. Thuc. 8, 90 Plat. Theaet. 186 a. Aehnl. ἐν πᾶσι, vor Allen. – 3) an 1 c) schließt sich die Bdtg des Umgebenseins von Etwas, οὐρανὸς ἐν αἰϑέρι καὶ νεφέλῃσι, der Him-mel in Lichthelle u. Wolkenumhüllung, Il. 15, 19. Bes. – a) von Kleidern, Waffen u. dgl.; ἐν ῥινῷ λέοντος στάς Pind. I. 6, 53; χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι Ol. 4, 22; ἐν πεπλώματι Soph. Tr. 610; ἐν τρισὶ μορφαῖσιν ibd. 10; κἂν τοῖςδε κόσμοις καταγελωμένη Aesch. Ag. 1244; ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις κείμενος 1562; ἐν ῥακίοις περιειλόμενος Ar. Ran. 1093; ἐν ἐσϑῆσι Her. 2, 159; ὀξυπρώροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch. Prom. 422; in Prosa oft; ἐν ὅπλοις εἶναι Her. 1, 13; Thuc-6, 74; ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις ποιεῖσϑαι, γενέσϑαι, Xen. Cyr. 2, 4, 1 An. 5, 3, 3; Mem. 3, 9, 2. Vgl. ἐν κανοῖς, mit Körben, Dem. 59, 78; u. bei Luc. ἐν πώγωνι, ἐν γενείῳ βαϑεῖ, Salt. 5; auch ἐν μαλακοῖς ἠμφιεσμένον, Hatth. 11, 8, womit ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὑτοῠ zu vgl., 6, 29; ἐν ἐξωμίσι φαύλαις Ael. V. H. 9, 34. – Aehnl. ἐν μεγάλοις φορτίοις βαδίζειν, unter schweren Lasten, Xen. Cyr. 2, 3, 14; δένδρα ἐν καρποῖς, mit Früchten, Long. past. 1, 11. – b) von Banden u. Fesseln; ἐν δεσμῷ δῆσαι Il. 5, 386; Od. 12, 54; ἐν ἐλλεδανοῖσι δέεσϑαι Il. 18, 553; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα Aesch. Prom. 460; ἄνδρα πεδήσασα ἐν πέπλῳ Eum. 604; ἐν βρόχῳ ϑανεῖν Ch. 550; ἐν ξύλῳ δήσας Ar. Equ. 393. 702; ἐν πέδαις δεδέσϑαι Xen. An. 4, 3, 8. – c) Aehnlich ist, wo es zum Theil mit dem instrumentalen dat. zusammenfällt, ἐν χεροῖν λαβεῖν, κατέχειν, Soph. O. R. 912 O. C. 1696; οὐ κόμπον ἐν χεροῖν ἔχων Aesch. Spt. 455; woran sich reihen ἐν παλάμῃσι κατέκταϑεν ὀξέϊ χαλκῷ Il. 5, 558, vgl. 7, 105 (aber ϑανέειν ἐν χερσὶν ἐμῇσι, 22, 426, ist = in meinen Armen); ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶν ἐδάμασσε πώλους Pind. P. 2, 8; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευϑείς, ἐν φίλαισι χερσὶν ἐκόσμησα, Soph. El. 1128. 1130; so bei Thuc. oft, γενομένης δ' ἐν χερσὶ τῆς μάχης, als es zum Gefecht kam, 6, 70, wo der Schol. bemerkt: nachdem die Schleuderer aufhörten; ἦν ἡ μάχη κρατερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα 4, 43; so ἐν χερσὶν εἶναι, γίγνεσϑαι, 3, 108. 7, 5; ἀποκτείνειν 3, 66 u. ä., s. χείρ; – ἐν ὠσὶ νωμᾶν καὶ φρεσὶν πυρὸς δίχα χρηστηρίους ὄρνιϑας Aesch. Spt. 25; ἐν τοῖσιν ὠσὶ δάκνει Soph. Ant. 317; ἐν ὄμμασιν ὁρᾶν 760, nie Il. 3, 306 Od. 10, 385; ἐν ὄμμασιν φαίνεται Aesch. Pers. 596; Ag. 863; ἐν ὀφϑαλμοῖς ἔχειν, vor Augen, Xen. An. 4, 5, 29; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ, vermittelst der Würfel, Aesch. Spt. 396; ἐν κώπαισι πλεῖν, Ggstz zur Segelfahrt, Men. bei Stob. fl. 59, 9; ἐν ἐπιστολαῖς ἴστε Thuc. 7, 11; ἐν ποτηρίοις πίνειν Xen. An. 5, 9, 4; vgl. Luc. merc. cond. 26 D. D. 6, 2; ἡ ἐν αὐλοῖς μουσική Ephipp. Ath. XIV, 617 f; ἐν μέτρῳ μετρεῖν, ἐν κρίματι κρίνειν, Hatth. 7, 1; ἐν τοῖς ποσὶν καταπατεῖν ib. 6, u. ä. oft im N. T. u. bei a. Sp.; – ἐν στρατιᾷ καταστρέψασϑαι Xen. Cyr. 8, 6, 20; ἐν λόγοις κοσμεῖν Dem. 20, 141, wie πείϑειν Soph. Phil. 1393; Plat. Legg. II, 660 a; ἐν ὄψει διαγιγνώσκειν, ἐν ἀκοῇ, Theaet. 206 a; pleonastisch scheint ἐν τιμῇ σέβειν Aesch. Pers. 162; ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφϑαρται ὄλβος, mit einem Schlage, 247; ἐν λόγῳ πεύϑομαι Ch. 668; ἐν ϑανάτῳ ἀπόλλυσϑαι Plat. Phaed. 95 d; στάζειν ἐν αἵματι Eur. Bacch. 1163; sp. D., wie ἐν ὄμμασιν αὐδᾷ Hel. 13 (XII, 63). So sagen Gramm. ψάλια ἐν τῷ α Ἀττικοί, διὰ τοῦ ε Ἕλληνες, Moeris p. 214, 6, mit einem Buchstaben schreiben. – 4) Von der Zeit, in, in nerhalb; ἐν ἡμέρῃ, in einem Tage, Her. 1, 126; ἐν πολλῷ χρόνῳ Aesch. Ag. 537; oft in Prosa, wie Plat. Phaed. 58 b; ἐν τρισὶν ἡμέραις Xen. An. 4, 8, 8; Mem. 3, 13, 5; ἐν εἰρήνῃ, ἐν σπονδαῖς, während des Waffenstillstandes, Thuc. 2, 5. 3, 13; ἐν τῇ μονῇ Xen. An. 5, 1, 5, u. Aehnliches öfter, bes. ἐν καιρῷ. Dah. ἐν τούτῳ, ἐν ᾧ, unterdeß, während welcher Zeit, von Her. 6, 89 Thuc. 7, 29 an häufig; ἐν τῷ αὐτῷ, in derselben Zeit. – 5) Von jedem Zustande, in dem man sich befindet, sowohl äußerlich als innerlich, wie ἐν πολέμῳ, ἐν ἀγῶνι, ἐν ἔργῳ; χαίρετ' ἐν κακοῖς ὅμως Aesch. Pers. 826, der auch ὑβρίζειν διδαχϑεὶς ἐν κακοῖς so vrbdt, Ag. 1594; Eum. 266. Aehnl. ἐν ἀφϑόνοις βιοτεύειν, στρατοπεδεύειν, Xen. An. 3, 2, 25 Cyr. 5, 4, 40; vollständiger ἐν ἀφϑόνοις τοῖς ἐπιτηδείοις διαχειμάσαι An. 7, 6, 31, bei; vgl. τρέφεται ϑαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Il. 9, 143; ἐν βολίτοις τρέφειν Ar. Ach. 990; ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχϑυδίοις τεϑραμμένα Men. Ath. IV, 132 e, vgl. ζήσεται ἐν παντὶ ῥήματι Matth. 4, 4; Uebertr., ἐν φιλότητι, ἐν πένϑεϊ, ἐν δοιῇ Il. 7, 302. 9, 230. 22, 483; oft bei Attikern. ἐν φόβῳ, ὀργῇ εἶναι u. ä.; ἐν ἡδονῇ ἐστίν οἱ, mit folgdm acc. c. inf., es ist ihm ein Vergnügen, Her. 7, 15; ἐν αἰτίᾳ εἶναι, ἔχειν, s. αἰτία; οὐκ ἐν αἰσχύνῃ τὰ σά Eur. Phoen. 1282, deine Lage ist nicht so, daß du dich schämen darfst; οὐκ ἐν σιωπῇ τἀμά Ion 1397; ἐν αἰσχύναις ἔχειν, sich schämen, Suppl. 164. – Dah. auch = beschäftigt sein mit Etwas, ὢν ἐν τῇ τέχνῃ Plat. Men. 91 e, vgl. Phaed. 84 a; οἱ ἐν ποιήσει γενόμενοι, die Dichter, Her. 2, 82; οἱ ἐν πράγμασιν Thuc. 3, 28; öfter οἱ ἐν τέλει, Magistrate; ἐν φιλοσοφίᾳ εἶναι, Plat. Phaed. 59 a; ὁ Κῠρος ἐν τούτοις ἦν Xen. Cyr. 3, 1, 1; ἐν λόγοις, ἐν σίτῳ, 4, 3, 23. 5, 2, 17. Dah. οἱ ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν νόσῳ, Umschreibung für die Philosophen, die Kranken, bes. Sp. – Ganz adverbialisch sind Verbindungen wie ἐν τῷ ἐμφανεῖ, ἐν τῷ φανερῷ, = φανερῶς, Thuc. 2, 21 Xen. An. 1, 3, 21. 2, 5, 25; ἐν δίκῃ Soph. Tr. 1058; ἐν τάχει oft = ταχέως; – ἐν σμικρῷ ποιεῖσϑαι Soph. Phil. 496; ἐν παρέργῳ ϑέσϑαι 471, vgl. 863; so Her. ἐν ὁμοίῳ ἔχειν, ποιεῖσϑαι, wie ἐν ἴσῳ, oft, z. B. 8, 109, wie ἐν ἐλαφρῷ, 5, 154; vgl. ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσϑαι; – ἐν ἀσφαλεῖ Eur. Hec. 980 Hipp. 785; ἐν εὐμαρεῖ ἐστι, = εὐμαρές, I. A. 974; ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἦν Xen. Hell. 7, 5, 8; seltener im plur., ἐν ἀργοῖς, = ἀργῶς, Soph. O. R. 287. Vgl. noch ἐν ἅρμασιν ἔχειν, ἐν οὐσίᾳ κτᾶσϑαι, Plat. Legg. X, 899 a XI, 913 b. – Wie einzelne dieser Beispiele schon »einem Zustande gemäß« bedeuten, so ist auch γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων, γαῖαν ἐν αἴσᾳ διατέμνων, Aesch. Ag. 671. 892 zu nehmen, womit οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν ϑεῶν κρίσει 1262 zu vgl.; κακὸν τὸ λῆμα, κοὐκ ἐν ἀνδράσιν, ziemt sich nicht für Männer, Eur. Alc. 735; ἐν μοίρᾳ Plat. Legg. VI, 775 e; ἐν μέτρῳ Thuc. 6, 1; ἐν τῷ αὐτῷ τρόπῳ, ἐν τοῖς ὁμοίοις, ᾧ 1, 77. 7, 67; ἐν τούτῳ, dem gemäß, 1, 37; ἐν ᾡ, in wiefern, 6, 55, wohin auch ἐν ῥυϑμῷ ᾔεσαν Xen. An. 5, 9, 11 gerechnet werden kann. Eben so τὰ ἐν τοῖς νόμοις δίκαια Isocr. 20, 20, das in den Gesetzen Begründete; αἱ ἐν τοῖς νόμοις ζημίαι, gesetzmäßige, Dem. 20, 154; Lycurg. 1. Dah. ἐν τοῖς νόμοις βασιλεύειν, τὰς κρίσεις ποιεῖσϑαι, nach den Gesetzen, Plat. Criti. 131 b Isocr. 4, 40. Daran schließt sich – 6) Bezeichnung der Abhängigkeit von Etwas, es steht bei Einem; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ϑεοῖς, der Sieg liegt in den Händen der Götter (eigtl. der Faden haftet an den G.), Il. 7, 105; δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν Od. 10, 69; vgl. auch das sinnliche ϑεῶν ἐν γούνασι κεῖται u. ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ Il. 16, 630; ἐν ϑεῷ γε μὰν τέλος Pind. Ol. 13, 104; vgl. μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεϑνηκόσιν Aesch. Spt. 666; τὰ κέδν' ἐν ὑμῖν ἐστί μοι βουλεύματα Pers. 168; ἐν σοὶ γάρ ἐσμεν Soph. O. R. 313, wie ἐν ὑμῖν ὡς ϑεῷ κείμεϑα, hangen von euch ab, O. C. 247; u. ähnl. ἐν σοὶ πᾶσ' ἔγωγε σώζομαι, meine Rettung beruht auf dir, Ai. 515, vgl. Tr. 618; ἐν τῷ ἕκαστον δικαίως ἄρχειν ἡ πολιτεία σώζεται Lys. 26, 9; ὁπόταν ἐν χρήμασιν ᾖ σωϑῆναι τῇ πόλει 27, 3; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, die Macht beruhte auf den Schiffen, Thuc. 1, 74; ἐν σοὶ νῠν ἐστι καταδουλῶσαι Ἀϑήνας Her. 6, 109; mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 1, 39; τὰ λοιπὰ ἐν αὐτοῖς ἡμῖν ἐστιν, ὅσον ἐστὶν ἐν ὑμῖν, Dem. 4, 50. 23, 4; ἐν τῷ ϑεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, das Gelingen stand in Gottes Hand, 18, 193; ähnl. ἐν τοῖς νόμοις ἐξέσται 20, 158; εἰ γὰρ ἐν τούτῳ εἴη Plat. Prot. 310 d 313 a, wie auch Xen. An. 6, 2, 22 zu nehmen, ob Etwas daran läge; Thuc. vrbdt sogar μὴ ἐν ὑμῖν κωλυϑῇ, an euch, sofern es bei euch steht, 2, 64, wie Dem. 10, 73 δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ καταλῠσαι. Auch ἐν τῷ γὰρ φρονεῖν ἥδιστος βίος Soph. Ai. 440 ist ähnlich, wie ἐλπίς, πίστις ἐν τοῖς δρωμένοις, Soph. Tr. 585. 722; – ἐν ἑαυτῷ γίγνεσϑαι, zu sich kommen; ἐν ἑαυτῷ εἶναι, bei sich sein, bei Sinnen sein, oft bei Attikern. – 7) Bezeichnung dessen, wobei oder woran sich eine Thätigkeit zeigt; ἐν τοῖς σοῖς πόνοις χλίουσι μέγα Aesch. Ch. 135; ἐν κακοῖς γελᾶν, ἐν πράγματι φωνεῖν, 220 Eum. 268; ἁμαρτάνειν ἐν λόγοις Soph. Ai. 1075; ἐν ὑμῖν ἐψεύσϑημεν Her. 9, 48; ἐπιδείκνυσϑαι ἔν τινι Plat. Men. 82 a; πεῖραν λαβεῖν ἔν τινι Xen. An. 5, 8, 15, wie πειρᾶσϑαι Plat. Phileb. 21 a; σκέπτεσϑαι ἔν τινι, δηλοῦν, Soph. 239 b Thuc. 1, 10. Spätere sogar ἐν τῇ πίστει ὠνείδισε, Arr. An. 3, 30, 2. Vgl. εἰς. – Auch bei adj., ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμων Il. 23, 671; χρηστὸς ἐν τοῖς οἰκείοις Soph. Ant. 657; ὑβριστής, ϑρασύς, ἐν ὅρκῳ μέγας, 1071 1294 O. R. 651; κρείσσων ἐν κυναγίαις Eur. Bacch. 339; ἐν γυναιξὶν ἄλκιμος Or. 754; φϑονερός Her. 7, 46; ἡ ἐν ὅπλοις μάϑησις, das Studium der Fechtkunst, Plat. Lach. 190 d; ἄριστοι ἐν τοῖς πολεμίοις Thuc. 4, 80; vgl. διαφέρειν ἔν τινι, in einer Sache, Isocr. 8, 122; so noch Sp., wie D. Sic. 14, 37 ἐν εὐγενείᾳ καὶ πλούτῳ πρῶτος. – Aber ἐν σφετέρῳ καλῷ τὸν πόλεμον ἀναβάλλεσϑαι, Thuc. 5, 46, ist = zu eurem Besten. – Bei Sp., wie Pol. Exc. Leg. 82, bezeichnet es das Prädicat: λαβεῖν ἐν φερνῇ, als Mitgift empfangen.
Adverbial, ohne Casus, steht es oft von Hom. an, wo man es häufig ohne Noth als Tmesis betrachtet. Am gewöhnlichsten ist ἐν δέ, darunter, dabei, z. B. ἐν δ' ἄλοχοι ἐπιστενάχουσι Soph. O. R. 183, vgl. Tr. 205 (Herm. schreibt ἔν, wie auch Mein. in dem von Stob. fl. 8, 10 dem Philem., von Suid. dem Men. zugeschriebenen Sprichwort, Diogen. 5, 89, κακὴ μὲν ὄψις, ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες); u. so in Prosa von Her. 1, 185. 9, 32 an häufig. Bei Hom. Od. 5, 260, ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ, steht noch ἐν dabei: überdies band er am Schiffe an, wovon Her. 2, 176 ἐν δὲ καὶ ἐν Μέμφι, überdies auch in Memphis, verschieden ist.
Seinem Casus wird es zuweilen nachgesetzt, bes. bei Ep., z. B. Il. 18, 218 Od. 12, 103 Ap. Rh. 4, 546, was bes. bei der Form ἐνί der Fall ist, die dann ἔνι geschrieben wird, Il. 7, 221 Od. 5, 57.
In der Zusammensetzung herrscht – a) bei Verbis die örtliche Bedeutung vor, daran, darauf, darüber; auch mit Verbis der Bewegung wird ἐν zusammengesetzt. – b) in adj. drückt es das Versehensein mit Etwas aus, ἔναιμος, ἔνϑηρος, oder die Annäherung an den Begriff des Adjectivs. ἔμπικρος, etwas bitter, wie ἔλλευκος, ἔνσιμος, seltener das Angemessensein, wie in ἔνδικος.
-
45 так
так1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·3. нареч (настолько) τόσο[ν]:я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·4. частица (в таком случае, тогда) τότε:я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:\так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·6. частица усилительная:вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·9. союз:\так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·10. союз:\так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε. -
46 στην
στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία -
47 вопрос
вопрос м 1) η ερώτηση разрешите задать \вопрос επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση отвечать на \вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (дело. проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα серьёзный \вопрос το σοβαρό πρόβλημα' \вопрос не в этом δεν πρόκειται γι' αυτό ◇ это ещё \вопрос δεν είναι ακόμη γνωστό* * *м1) η ερώτησηразреши́те зада́ть вопро́с — επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση
отвеча́ть на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση
2) (дело, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημαсерьёзный вопро́с — το σοβαρό πρόβλημα
вопро́с не в э́том — δεν πρόκειται γι; αυτό
••э́то ещё вопро́с — δεν είναι ακόμη γνωστό
-
48 ιδέα
η1) идея; προοδευτικές ιδέες передовые, прогрессивные идеи; 2) мысль, идея;σωστή ιδέα — счастливая идея;
μου πέρασε η ιδέα — мне пришла в голову мысль;
πρώτος είχε αύτή την ιδέα — он первый подал эту идею;
3) идея, замысел;η ιδέα τού έργου — идея произведения;
4) мнение, суждение;τί ιδέα έχεις γι' αυτόν; — каково твоё мнение о нём?;
είμαι της ιδέας σας — у меня то же мнение, я с вами согласен;
πες μου την ιδέα σου — скажи мне твоё мнение;
5) намерение;είμαι της ιδέας... — я имею намерение, я думаю...;
6) разг самая малость, капелька;μάκραινε το φόρεμα μιά ιδέα — надо чуть-чуть удлинить платье;
§ έμμονη ιδέα — навязчивая идея;
έχω (μιά) ιδέα γιά κάτι — иметь представление о чём-л.;
δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιά κάτι — не иметь ни малейшего представления, понятия о чём-л.;
η ιδέα σου είναι — это тебе так кажется;
Μεγάλη ιδέα' — великая идея (термин, обознач, великогреческий шовинизм);
έχει μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του — или είναι όλο ιδέα — он высокого мнения о себе
-
49 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
50 один
одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни-их (αριθμ.ποσοτικό)•1. ο αριθμός 1. || ένας•один метр ένα μέτρο•
одна книга ένα βιβλίο•
комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.
|| ως ουσ. ο ένας•с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•
все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•
все до одного όλοι μέχρι τον ένα•
одно ему не доставало ένα του έλειπε.
2. ως επ. μόνος, μοναχός•я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.
|| μοναδικός•у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.
3. ως επ. ίδιος, όμοιος•жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•
он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•
одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.
|| οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.
|| ενιαίος, σαν ένας.4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•один из нас ένας από μας.
|| με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.
5. άλλος, διαφορετικός•одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•
говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.
6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•один день μια μέρα•
одно время έναν καιρό (κάποτε).
εκφρ.один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•- о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με. -
51 час
-а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.η ώρα•четверть -а το τέταρτο της ώρας•
час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•
ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•
который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•
встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•
после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•
ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•
учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•
поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•
получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•
час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•
-ы отдыха ώρες ανάπαυσης•
обеденный час ώρα φαγητού.
|| χρόνος•час мщения ώρα εκδίκησης•
настал час ήρθε η ώρα.
|| η σκοπιά, η φρουρά•стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•
поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.
|| (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.εκφρ.в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•час в час – ακριβώς στην ώρα•час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•сей же – βλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•тот же час – βλ. тотчас. -
52 как-то
как-тонареч1. (каким-то образом) κάπως, μέ κάποιο τρόπο:он \как-то сумел уладить дело μπόρεσε μέ κάποιο τρόπο νά τακτοποιήσει τήν ὑπόθεση· все э́то \как-то странно ὅλ' αὐτά εἶναι κάπως παράξενα·2. (однажды) κάποτε, μιά φορά, μιά μέρα:я \как-то захрдил к нему́ μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκα· \как-то раз μιά φορά·3. (а именно) καί συγκεκριμένα, δηλαδή:все предприятия, \как-то:строительные, текстильные, полиграфические и т. д... ὀλες οἱ ἐπιχειρήσεις, καί συγκεκριμένα οἱ οἰκοδομικές, ὑφαντουργικές, τυπογραφικές κ.λ.π...·4. вопр. и относ, (каким образом, как) πῶς:\как-то еще закончится эта история πως θά τελειώσει αὐτή ἡ ιστορία; -
53 ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;
λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;
χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;
δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;
τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;
απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;
εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;
μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;
ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;
ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;
ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;
ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;
εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;
ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;
αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;
ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;
ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;
Федот, да не тот;2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;
ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;
ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;
2) другой; иной;κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;
καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;
ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;
ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;
φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;
σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;
ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;
ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;
ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;
ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;
ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;
ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;
ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;
ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;
ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;
б) в среднем;τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку
-
54 παρά
πᾰρά [pron. full] [ρᾰ], [dialect] Ep. and Lyr. also [full] παραί: shortd. [full] πάρ, in Hom., Lyr. (but rarely in Trag., in lyr. passages, A.Supp. 553, S.Tr. 636), and in all dial ects exc. [dialect] Att., GDI5434.8 ([place name] Paros), IG5(2).3.14 (Tegea, iv B. C.), Inscr.Magn.26.28 (Thess.), etc.:—Prep. c. gen., dat., and acc., prop.A beside: hence,A WITH GEN. prop. denoting motion from the side of, from beside, from:I of Place,πὰρ νηῶν ἔλθωμεν Il.13.744
;παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθ' 12.225
, etc.;παρ' Ὠκεανοῖο ῥοάων.. ἐπερχομένη Od.22.197
;πὰρ νηῶν ἀπώσεται Il.8.533
, etc.;δῶρα π. νηὸς ἐνεικέμεν 19.194
;φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος π. μηροῦ 1.190
, cf. 21.173;σπασσάμενος.. ἄορ παχέος π. μηροῦ 16.473
; πλευρὰ παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη was exposed beside the shield, 4.468, cf. A.Th. 624.II commonly of Persons,1 with Verbs of going or coming, bringing, etc.,ἦλθε.. πὰρ Διός Il.2.787
;παρ' Αἰήταο πλέουσα Od.12.70
, etc.;ἀγγελίη ἥκει π. βασιλέος Hdt.8.140
.ά; αὐτομολήσαντες π. βασιλέως X.An.1.7.13
;ἐξεληλυθὼς παρ' Ἀριστάρχου D.21.117
; ὁ π. τινὸς ἥκων his messenger, X.Cyr.4.5.53; soοἱ π. τινός Th.7.10
, Ev.Marc.3.21, etc.;ὅστις ἀφικνεῖτο τῶν π. βασιλέως πρὸς αὐτόν X.An.1.1.5
, etc.; τεύχεα καλὰ φέρουσα παρ' Ἡφαίστοιο from his workshop, Il.18.137, cf. 617, etc.;ἀπαγγέλλειν τι π. τινός X.An.2.1.20
;σὺ δὲ οἰμώζειν αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ λέγε Luc.DMort.1.2
.2 issuing from a person, γίγνεσθαι π. τινός to be born from, Pl.Smp. 179b; λόγος (sc. ἐστί) π. Ἀθηναίων c. acc. et inf., Hdt.8.55: freq. following a Noun, δόξα ἡ π. τῶν ἀνθρώπων glory from (given by) men, Pl.Phdr. 232a; ἡ π. τινὸς εὔνοια the favour from, i. e. of, any one, X.Mem.2.2.12; τὸ παρ' ἐμοῦ ἀδίκημα done by me, Id.Cyr.5.5.13; τὰ π. τινός all that issues from any one, as commands, commissions, Id.An.2.3.4, etc.; or promises, gifts, presents, Id.Mem.3.11.13; τὰ παρ' ἐμοῦ my opinions, Pl.Smp. 219a; παρ' ἑωυτοῦ διδούς giving from oneself, i. e. from one's own means, Hdt. 2.129, 8.5;παρ' ἑαυτοῦ προσετίθει X.HG6.1.3
; νόμον θὲς παρ' ἐμοῦ by my advice, Pl.Prt. 322d; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν of themselves, Id.Tht. 150d, cf. Phdr. 235c.3 with Verbs of receiving, obtaining, and the like ,τυχεῖν τινος π. τινός Od.6.290
, 15.158;πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο 14.452
;ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν Pi.P.1.76
;εὑρέσθαι τι π. τῶν θεῶν Isoc.9.14
, cf. IG12.40.10; δέχεσθαι, λαμβάνειν, ἁρπάζειν π. τινός, Th.1.20, X.Oec.9.11, Hes.Th. 914; ἀντιάσαι, αἰτήσασθαι π. τινός, S.El. 870 (lyr.), X.HG3.1.4;ἀξιοῖ π. τοῦ ἰατροῦ φάρμακον πιὼν ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Pl.R. 406d
;κόσμος τοῖς πράξασι γίγνεται π. τῶν ἀκουσάντων Id.Mx. 236e
: without Verb,ὁ καρπὸς ὁ π. τῶν δημάρχων IG12.76.27
: with Verbs of learning, etc.,μεμαθηκέναι π. τινῶν Hdt.2.104
, etc.4 with [voice] Pass. Verbs,πὰρ Διὸς.. μῆνις ἐτύχθη Il.15.122
;π. θεῶν ἡ τοιαύτη μανία δίδοται Pl.Phdr. 245c
, etc.; τὰ π. τῶν θεῶν σημαινόμενα, συμβουλευόμενα, X.Cyr.1.6.2; τὰ π. τινὸς λεγόμενα ib.6.1.42; τὰ π. τῆς τύχης δωρηθέντα the presents of.., Isoc.4.26;με π. σοῦ σοφίας πληρωθήσεσθαι Pl.Smp. 175e
.III rarely for παρά c. dat., by, near,πὰρ ποδός Pi.P.10.62
, 3.60; παρὰ δὲ κυανέων πελαγέων dub. l. in S.Ant. 966 (lyr.);τὸν Ῥειτὸν τὸν παρὰ τοῦ ἄστεως IG12.81.5
; πολλοὶ παρ' ἀμφοτέρων ἔπιπτον, = ἀμφοτέρωθεν, D.S.19.42.B WITH DAT. denoting rest by the side of any person or thing, answering the question where?I of Places, κατ' ἂρ ἕζετ'.. πὰρ πυρί, ἔκειτο π. σηκῷ, Od.7.154, 9.319;νέμονται π. πέτρῃ 13.408
;ἑσταότες παρ ὄχεσφιν Il.8.565
; πὰρ ποσὶ μαρναμένων ἐκυλίνδετο at their feet, 14.411, etc.; π. θύρῃσι at the door, 7.346;π. ῥηγμῖνι θαλάσσης 2.773
;δεῖπνον.. εἵλοντο παρ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο Od.6.97
, cf. Il.4.475, 20.53, etc.;κεῖσθαι παρ' Ἅιδῃ S.OT 972
; παρ' οἴνῳ over wine, ib. 780, etc.II of persons, beside,πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ εἷσε Θεοκλύμενον Od.15.285
;κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ Il.9.556
, cf. 6.246, etc.;παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι Od.5.119
;δαίνυσθαι π. τινί 8.243
; πὰρ δέ οἱ ἑστήκει stood by him, Il.4.367.2 at one's house or place, with one,μένειν π. τισί 9.427
;θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ Od.11.490
;φιλέεσθαι π. τινί Il.13.627
; παρ' ἑωυτοῖσι at their own house, Hdt.1.105, cf. 86;παιδευθῆναι π. τινί X.Cyr.1.2.15
;καταλύειν π. τινί D.18.82
(butπαρά τινα καταλῦσαι Th.1.136
), etc.: hence οἱ παρ' ἐμοί those of my household, X.Mem.2.7.4, etc.; τὰ παρ' ἐμοί life with me, Id.An. 1.7.4; οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι our people, Pl.Phd. 64b; ἡ παρ' ἡμῖν πολιτεία, ὁ παρ' ὑμῖν δῆμος, D.15.19; ὁ παρ' αὑτῷ βίοτος one's own life, S.OT 612;τὸ παρ' ἡμῖν πῦρ Pl.Phlb. 29f
; ;τὸ παρ' ἡμῖν σῶμα Pl.Phlb. 29f
; also, in one's hands,τὰ π. τοῖς Ἑλληνοταμίαις ὄντα IG12.91.6
;ἔχειν παρ' ἑωυτῷ Hdt. 1.130
, etc.; οὔπω παρ' ἐμοὶ τότ' ἦν λέγειν I had no right to speak then, Men.Epit.98.3 before, in the presence of,ἤειδε π. μνηστῆρσιν Od. 1.154
; before a judge,δίκας γίγνεσθαι π. τῷ πολεμάρχῳ IG12.16.9
;π. Δαρείῳ κριτῇ Hdt.3.160
;π. τῷ βασιλέϊ Id.4.65
;παρὰ δικασταῖς Th. 1.73
;εἰς κρίσιν καθιστάναι τινὰ π. τισί D.18.13
: hence παρ' ἐμοί in my judgement, Hdt.1.32, cf. S.Tr. 589, E.Heracl. 881, 1 Ep.Cor.3.19; π. τούτῳ μέγα δυνήσεται with him, Pl.Grg. 510e.4 in quoting authors, παρ' Ἐφόρῳ, παρ' Αἰσχίνῃ, π. Θουκυδίδῃ, in Ephorus, etc., Plb. 9.2.4, D.H.Comp.9,18.III Arc., = π. c. gen., from,καθὰ εἶχον τὰς ἰντολὰς π. τᾷ ἰδίᾳ πόλι SIG559.9
(Megalop., iii B. C.), cf. 558.10 (Ithaca, iii B. C.).C WITH ACCUS. in three main senses,I beside, near, by,II along,III past, beyond.I beside, near, by:1 with Verbs of coming, going, etc., to the side of, to,ἴτην π. νῆας Il.1.347
, cf. 8.220, etc.;βῆ.. π. θῖνα 1.34
, cf. 327, etc.; τρέψας πὰρ ποταμόν to the side of.., 21.603, cf. 3.187: more freq. of persons, εἶμι παρ' Ἥφαιστον to the chamber of H., 18.143, cf. Od.1.285, etc.;ἐσιόντες π. τοὺς φίλους Th.2.51
, etc.;φοιτᾶν π. τὸν Σωκράτη Pl.Phd. 59d
; πέμπειν ἀγγέλους, πρέσβεις π. τινά, Hdt. 1.141, Th.1.58, etc.;ἄγειν π. τινά Hdt.1.86
;καταφυγὴ π. φίλων τινάς Th.2.17
.2 with Verbs of rest, beside, near, by, sts. with ref. to past motion (expressed in such phrases asἧσο παρ' αὐτὸν ἰοῦσα Il.3.406
, cf. 11.577), , cf. 13.372; κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας lies stretched beside.., Il.4.487, cf. 12.381; παρ' ἔμ' ἵστασο come and stand by me, 11.314, cf. 592, 20.49, etc.;π. πυθμέν' ἐλαίης θῆκαν Od.13.122
;καταθέτω π. τὰ ἴκρια IG12.94.28
; κοιμήσαντο π. πρυμνήσια they lay down by.., Od.12.32, cf. 3.460;ὁ παρ' ἐμὲ καθήμενος Pl.Euthd. 271b
, cf. Phd. 89b; ἐκάθητο π. τὴν πύλην, π. τὴν ὁδόν, LXX Ge.19.1, Ev.Marc. 10.46;παρ' αὐτὸν τὸν καλέσαντα κατακείμενος δειπνῆσαι Thphr.Char. 21.2
, cf. Pl.Smp. 175c;ἐκαθέζετο π. τὸν Λύσιν Id.Ly. 211a
, cf. R. 328c;στὰς παρ' αὐτόν Id.Phd. 116c
;τέμενος νεμόμεσθα.. παρ' ὄχθας Il.12.313
, cf. 6.34, IG12.943.45;τοῦ Εὐρίπου, παρ' ὃν ᾤκει Aeschin.3.90
;κατελείφθη π. τὸν νηόν Hdt.4.87
;τὴν παρ' ἐμὲ ἐοῦσαν δύναμιν Id.8.140
.ά (v.l. ἐμοί); εἶπεν αὐτῷ μένειν παρ' ἑαυτόν X.Cyr.1.4.18
, cf. An.1.9.31, Ar.Fr. 451, Is.8.16, Alex.248, Demetr.Com. Nov.1.5, IG22.654.23 (iii B. C.), Plb.3.26.1, 11.14.3, 28.14.3;ἡ π. θάλασσαν Μακεδονία Th.2.99
, cf. S.El. 184 (lyr.), Tr. 636 (lyr.);Καρβασυανδῆς π. Καῦνον IG12.204.52
;τὸ κουρεῖον τὸ π. τοὺς Ἑρμᾶς Lys.23.3
, cf. And.1.62, Is.6.20, 8.35, Aeschin. 1.182, 3.88, Lycurg.112; (1).109 iii 146 (Epid.); παρ' ὄμμα before one's eyes, E.Supp. 484; π. πόδας on the spot, Phld.Ir.p.78 W., Rh.2.2 S.; immediately thereafter, Plb.1.7.5, 1.8.2, al.b [dialect] Dor., [dialect] Boeot., and Thess., = supr. B. 11.2, at the house of.., with a person, IG7.3171.7 (Orchom. [dialect] Boeot.), GDI 1717 (Delph.); παρ' ἁμὲ πολυτίματος [ὁ σῖτος] Ar.Ach. 759 (Megar.);τοῖς κατοικέντεσσι πὰρ ἀμμέ IG9(2).517.18
(Larissa, iii B. C.); τοῖ πὰρ ἀμμὲ πολιτεύματος ib.13;πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ Schwyzer 425.5
(Elis, iii/ii B. C.): so in [dialect] Att., θέμενος π. γυναῖκας depositing with.., Pl. R. 465c.3 with Verbs of striking, wounding, etc.,βάλε στῆθος π. μαζόν Il.4.480
, etc.;τὸν δ' ἕτερον.. κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξε 5.146
;τύψε κατὰ κληῗδα παρ' αὐχένα 21.117
, cf. 4.525, 8.325, etc.; , cf. 17.310; δησάμενος τελαμῶνι π. σφυρόν ib. 290.4 with Verbs of placing, examining, etc., side by side with..,ὁ ἔλεγχος π. τὸν ἔλεγχον παραβαλλόμενος Pl.Grg. 475e
, cf. Hp.Mi. 369c, Smp. 214c, R. 348a; ;ἄλλα παρ' ἄλλατιθέμενα.. τῶν χρωμάτων Arist.Mete. 375a24
.b Geom., παραβάλλειν π. apply an area to (i. e. along) a finite straight line, Euc.1.44, Archim.Aequil.2.1;π. τὴν δοθεῖσαν αὐτοῦ γραμμὴν παρατείναντα Pl. Men. 87a
; ἡ [εὐθεῖα] παρ' ἣν δύνανται αἱ καταγόμεναι τεταγμένως the line to which are applied the squares of the or dinates, etc., Apollon. Perg.Con.1.11: hence,c Arith., παραβάλλειν τι π. τι divide by.. (v.παραβάλλω A.
VII. 2);μερίζω τι π. τι Dioph.4.33
; ἐπὶ γ π. ί multiply by 3 and divide by 10, PLond.5.1718.2 (vi A. D.).5 Geom., parallel to.., Democr.155, Arist. Top. 158b31, Archim.Sph. Cyl.1.12, al.6 metaph. in Gramm., like, as a parody of.., π. τὸ Σοφόκλειον, π. τὰ ἐν Τεύκρῳ Σοφοκλέους, Sch.Ar.Av. 1240, Nu. 584.b Gramm., of words which differ as compared with other words, π. τὸ τοῦ ἔρωτος ὄνομα σμικρὸν παρηγμένον ἐστίν.. [τὸ ἥρως] Pl.Cra. 398d, cf. 399a, Lg. 654a: hence, derived from.., π. τὸ ἔδαφος, δάπεδον, A.D. Pron.31.16; π. τὸ δρῶ δρᾶμα Sch.A.R.2.624;σύγκειται [τὸ αὐθέντης] π. τὸ εἷναι.. καὶ π. τὸ αὐτός Phryn.PSp.24
B.7 generally, of Comparison, alongside of, compared with, usu. implying superiority,δοκέοντες π. ταῦτα οὐδ' ἂν τοὺς σοφωτάτους ἀνθρώπων Αἰγυπτίους οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Hdt.2.160
, cf. 7.20, 103;ἡλίου ἐκλείψεις αἳ πυκνότεραι π. τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα ξυνέβησαν Th.1.23
, cf. 4.6;τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι π. τὸ νικᾶν Id.1.41
;π. τὰ ἄλλα ζῷα ὥσπερ θεοὶ ἄνθρωποι βιοτεύουσι X.Mem.1.4.14
;φαίνεται π. τὸ ἀλγεινὸν ἡδὺ καὶ π. τὸ ἡδὺ ἀλγεινὸν ἡ ἡσυχία Pl.R. 584a
, cf. Phdr. 236d, La. 183c, al.;εὐδαίμων μᾶλλον π. πάντας BCH26.332
([place name] Halae);προετέρει π. πάντας PSI 4.422.34
(iii B. C.): sts. implying inferiority or defect, ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους a little lower than the angels, LXX Ps. 8.6; μιᾷ ἡμέρᾳ ὑστεροῦσι π. τὸν ἥλιον lag one day behind the sun, Gem.8.19; so perh. παρ' αὐτόν, ὑπὲρ αὐτόν (has passed the ball?) short of him, beyond him, Antiph.234; μέγα τοι ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη γνώμην ἐξ ὀργῆς μεταστῆσαι one day compared with another is important.., a day's delay makes a difference, Antipho 5.72; τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; what joy has one day compared with another to offer, since it only brings us nearer to, or farther from, death (which is neither good nor evil)? S.Aj. 475; ὃς μὲν κρίνει (prefers) ἡμέραν παρ' ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει (approves)πᾶσαν ἡμέραν Ep.Rom.14.5
.8 with Verbs of estimating, to set at so and so much, hence π. = equivalent to.., ταρβῶ μὴ.. θῆται παρ' οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς set at nought, E.IT 732, cf. A. Ag. 229 (lyr.);παρ' οὐδὲν ἄγειν S.Ant.35
; π. μικρὸν ἡγεῖσθαι or ποιεῖσθαί τι hold of small account, Isoc.5.79, D.61.51;παρ' ὀλίγον ποιεῖσθαί τινα X.An.6.6.11
; so with εἶναι, etc., παρ' οὐδέν ἐστι are as nothing, S.OT 983, cf. Ant. 466; ;οὐ π. μέγα ἔσεσθαι τὸ πταῖσμα Arr.An.1.18.6
; so perh. π. σμικρὰ κεχώρηκε have turned out of little account, have amounted to little, Hdt.1.120.b in Accountancy, without a verb, π. τὴν καταλλαγήν on account of κ., PHib.1.100.4 (iii B. C.).9 of correspondence, ὀφείλειν στατῆρα π. στατῆρα stater for stater (one to each of two creditors), BCH50.214 (Thasos, v B. C.);πληγὴν π. πληγὴν ἑκάτερον Ar.Ra. 643
; συνεῖναι ἑκατέρῳ ἡμέραν παρ' ἡμέραν stayed day for day with each, D.59.46; hence of alternation, ποιεῖσθαι ἁγνείας καὶ θυσίας δύο π. δύο, of four priests acting two and two alternately, BGU1198.12 (i B. C.); τοῦ καθημερινοῦ ἢ μίαν π. μίαν (sc. ἡμέραν) [πυρετοῦ] quotidian or tertian fever, ib.956.3 (iii A. D.): sts. without doubling of the Noun, παρ' ἡμέρην, opp. καθ' ἡμέρην, tertian, opp. quotidian, Hp.Aph.1.12; καθ' ἡμέραν, παρ' ἡμέραν, π. δύο, π. τρεῖς every day, every second day, every third (fourth) day, Arr.Epict.2.18.13; π. μίαν every second day, Plb.3.110.4; παρ' ἐνιαυτόν every second year, Plu.Cleom.15; παρ' ἔτος year and year about, Arist.GA 757a7; every second year, Paus.8.15.2; π. μέρος by turns (v. μέρος II. 2);ὁ ἀνὰ μέρος παρ' ἓξ μῆνας ὑπὲρ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν γινόμενος Ἄδωνις Corn. ND28
; π. μῆνα τρίτον every third month, Arist.HA 582b4, cf. Plu.2.942e; but π. τρία [ἔτεα] prob. every fourth year, IG5(2).422 ([place name] Phigalea), cf. Arr.Epict. l.c.; ἕνα παρ' ἕνα παραλειπτέον every second one, Nicom.Ar.1.18; ἕνα π. δύο ([etym.] τρεῖς) every third (fourth) one, ibid.; παρὰ δ' ἄλλαν ἄλλα μοῖρα διώκει now one now another, E.Heracl. 611.10 precisely at the moment of, παρ' αὐτὰ τἀδικήματα flagrante delicto, D.18.13, 21.26;ἀποδώσω π. τὸν εὔθυνον τὸ καθῆκον IG12.188.31
; π. τοιοῦτον καιρόν, π. τὰς χρείας, D.20.41,46; π. τὰ δεινά in the midst of danger, Plu.Ant.63;π. τὴν πρώτην γένεσιν Jul.Or.1.10b
; π. τὴν πρώτην (sc. ἐπίθεσιν) at the first attack, Hld.9.2;π. γε τὴν πρώτην ὁρμήν Ael.NA14.10
.b distributively, whether of Time, π. τὰ ἑβδομήκοντα ἔτεα in each complete period of seventy years, Hdt.1.32;ἐν ταῖς ὁδοιπορίαις π. στάδια διακόσια.. τοῖς ἑκατὸν σταδίοις διήνεγκαν ἀλλήλων X.Oec.20.18
; πὰρ Ϝέτος each year, every year, Tab.Heracl. 1.101;π. τὸν ἐνιαυτὸν ἕκαστον IG12(7).5.14
([place name] Amorgos); παρ' ἆμάρ τε καὶ νύκτα day and night, B.Fr.7; or more generally, πὰρ τὰν ἐλαίαν in respect of each olive plant, Tab.Heracl.1.122; παρ' ἡμέραν αἱ ἀμίαι πολὺ ἐπιδήλως αὐξάνονται from day to day, per day, Arist.HA 571a21;τὸ παρ' ἑκάστην βάσιν γινόμενον μικρὸν πολὺ γίνεται π. πολλάς Id.Pr. 881b26
;ἡ παρ' ἡμέραν χάρις D.8.70
;τὸ παρ' ἑκάστην ἡμέραν ἡδύ Pl. Lg. 705a
.c παρ' ἆμαρ on (this) day, to-day, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ, τὸ δέ .. to-day and to-morrow, Pi.P.11.63; but παρ' ἦμαρ to-morrow, S. OC 1455 (lyr.).d throughout a period of time,π. τὴν ζόην Hdt. 7.46
;π. τὸν βίον ἅπαντα Pl.Lg. 733a
;π. πάντα τὸν χρόνον D.18.10
; also more loosely, during, π. τὴν πόσιν while they were drinking, Hdt.2.121.δ; π. τὸν πότον Aeschin.2.156
;π. τὴν κύλικα Plu.Ant.24
; π. δεῖπνον or π. τὸ δεῖπνον, Id.2.737a,674f.II along,ὄνος παρ' ἄρουραν ἰών Il.11.558
;βῆ δὲ θέειν π. τεῖχος 12.352
;π. ῥόον Ὠκεανοῖο ᾔομεν Od. 11.21
;ἔπλεον π. τὴν ἤπειρον Hdt.7.193
;π. πᾶσαν τὴν ὁδόν Isoc.4.148
; ὀρθὴν παρ' οἶμον.. τύμβον κατόψει straight along the road, E.Alc. 835;παρ' ὅλην τὴν φάραγγα Plb.10.30.3
; παρ' αὐτὴν τὴν χαράδραν παραπορευομένων ib.9; for παραβάλλειν π., v. supr. c. 1.4b.2 strictly according to, without deviating from,εἶμι π. στάθμην ὀρθὴν ὁδόν Thgn. 945
, cf. S.Fr.474.5; ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ π. στάθμην, i.e. too strict, A.Ag. 1045; π. τὸν λόγον ὃν ἀποφέρουσιν.. ἐπιδείξω I will prove to you strictly according to the accounts which they themselves submit, D.27.34.III past, beyond,παρὰ σκοπιὴν καὶ ἐρινεὸν ἠνεμόεντα.. ἐσσεύοντο Il.22.145
, cf. Od.3.172, 24.12;βῆ δὲ π. Κρουνούς h.Ap. 425
; π. τὴν Βαβυλῶνα παριέναι pass by Babylon, X.Cyr.5.2.29; παρ' αὐτὴν τὴν χύτραν ἄκραν ὁρῶντες looking over the edge of.., Ar.Av. 390.2 metaph., over and above, in addition to,οὐκ ἔστι π. ταῦτ' ἄλλα Id.Nu. 698
;π. ταῦτα πάντα ἕτερόν τι Pl.Phd. 74a
, cf.R. 337d, D.18.139, X.HG 1.5.5; ἑκὼν ἐπόνει π. τοὺς ἄλλους more than the others, Id.Ages.5.3, cf. Mem.4.4.1, Oec.20.16;ἃ τῷ ῥαψῳδῷ προσήκει καὶ σκοπεῖσθαι καὶ διακρίνειν π. τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους Pl. Ion 539e
.3 metaph., in excess over, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787, cf. Th.1.70, Hyp.Lyc.16, Arist.Rh.Al. 1423b29;π. τὴν δ. Id.Po. 1451b38
.4 metaph., in transgression or violation of,π. μοῖραν Od.14.509
;π. μοῖραν Δίος Alc.Supp. 14.10
; παρ' αἶσαν, παρὰ δίκαν, Pi.P.8.13, O.2.16, etc.;π. τὸ δίκαιον Th.5.90
, etc.; π. τὰς σπονδάς, τὸν νόμον, Id.1.67, X.HG1.7.14;π. φύσιν Th.6.17
, cf. Pl.Lg. 747b; π. τὴν στήλην prob. in IG12.45.20; π. καιρόν out of season, Pi.O.8.24, etc.; π. γνώμαν ib.12.10, cf. A.Supp. 454; π. δόξαν, π. τὸ δοκοῦν ἡμῖν, π. λόγον, Th.3.93, 1.84, Plb.2.38.5; παρ' ἐλπίδα or ἐλπίδας, A.Ag. 899, S.Ant. 392, etc.; πὰρ μέλος out of tune, Pi.N.7.69;π. τὴν ἀξίαν Th.7.77
, etc.; π. τὸ εἰωθός, τὸ καθεστηκός, Id.4.17, 1.98.5 π. τοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, = παρῆλθε τοσοῦτον κινδύνου, passed over so much ground within the sphere of danger, i.e. incurred such imminent peril, Id.3.49, cf. 7.2; in such phrases the tmesis was forgotten, and the acc. came to be governed by παρά, which thus came to mean 'by such and such a margin', ' with so much to spare', ἐνίκησαν π. πολύ, ἡσσηθέντες π. πολύ, Id.1.29, 2.89, cf. Pl. Ap. 36a; παρὰ δ' ὀλίγον ἀπέφυγες only just, E.IT 870 (lyr.); ; δεινότατον π. πολύ by far, Ar.Pl. 445; παρ' ὅσον quatenus, Luc.Nec.17, etc.; π. δύο ψήφους ἀπέφυγε by two votes, Hyp.Eux.28, cf. D.23.205;π. τέτταρας ψήφους μετέσχε τῆς πόλεως Is.3.37
; π. τοσοῦτον ἐγένετο αὐτῷ μὴ περιπεσεῖν by so much (= little) he missed falling in with.., Th.8.33; π. πέντε ναῦς πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν ib.29; οὐ π. μικρὸν ἐποίησαν they made no little difference, Isoc.4.59.b in phrases like π. τοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, τοσοῦτον was sts. understood of the interval from danger, etc., and παρά came to mean 'by so much short of' (τὸ π. μικρὸν ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a29
), within such and such a distance of, so near to, τὴν Ἠϊόνα π. νύκτα ἐγένετο (sc. αὐτῷ) λαβεῖν he was within one night of taking E., Th.4.106; π. μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν I came within a little of.., Isoc. 19.22, cf. Plb.1.43.7, Plu. Caes. 39; παρ' ἐλάχιστον ἦλθε.. ἀφελέσθαι was within an ace of taking away, Th.8.76; παρ' οὐδὲν μὲν ἦλθον ἀποκτεῖναι (were within a mere nothing, within an ace of killing him),ἐξεκήρυξαν δ' ἐκ πόλεως Aeschin. 3.258
, cf. Plu.Pyrrh. 14, Alex.62; π. τοσοῦτον ἦλθε διαφυγεῖν so near he came to escaping, Luc.Cat.4; ;παρ' οὐδὲν ἐλθόντες τοῦ ἀποβαλεῖν Plb.1.45.14
, cf. 2.55.4, D.S.17.42: hence without ἐγένετο or ἐλθεῖν, π. μίαν μονάδα (less) by one, i.e. less one, Nicom.Ar.1.8; τεσσαράκοντα π. μίαν, = 39, 2 Ep.Cor.11.24; παρ' ἕνα τοσοῦτοι the same number less one, Plu. Publ.9; σύ μοι παρ' ἕνα ἥκεις ἄγων you have brought me one too few, Luc.Cat.4;δύναται π. δύο συλλαβὰς εἶναι τὸ καταληκτόν Heph.4.2
; τὰ ὁλοκόττινα ηὑρέθησαν π. ἑπτὰ κεράτια seven carats short, PMasp.70.2 (vi A. D.); πάντες παρ' ἕνα, πάντες παρ' ὀλίγους, all save one (a few), Plu.Cat.Mi.20, Ant.5;ἔτη δύο π. ἡμέρας δύο IG5(1).801
([place name] Laconia); of one Μάρκος, θηρίον εἶ π. γράμμα you are a bear ([etym.] ἄρκος) all but a letter, AP11.231 (Ammian.); ὡς π. τι καὶ τὰς ὄψεις ἀφανίσαι so that he all but (lit. less something) lost his sight, Vett.Val.228.6; π. τι βυθίζεσθαι v.l. in Ev.Luc.5.7; τὸ π. τοῦτο the figure less that, i.e. the remainder or difference, PTeb.99.10 (ii B. C.), cf. POxy.264.4 (i A. D.), PAmh.2.148.5 (v A. D.); hence of any difference whether of excess or defect, οὐδὲν π. τοῦτο ποιούμενοι τοὺς.. Λευκανούς τε καὶ τοὺς.. Σαυνίτας making no difference between.., Str.6.1.3, cf. 14.5.11, Plu.2.24c.6 hence of the margin by which anything increases or decreases, and so of the cause according to which anything comes into existence or varies,τὸ εὖ π. μικρὸν διὰ πολλῶν ἀριθμῶν γίνεται Polyclit.2
(cf. μικρός III. 5 c); διαφέρει π. τὰς τῶν παθημάτων ἐναντιώσεις according to.., Arist.HA 486b5;μεταπίπτει π. τὰ κλίματα Gem. 5.29
, cf. 11.5, al.; π. τὰ πράγματα cj. in Apollod.Car.11.7 more generally of the margin by which an event occurs, i.e. of the necessary and sufficient cause or motive (τὸ μὴ π. τοῦτο γίνεσθαι τότε λέγομεν, ὅταν ἀναιρεθέντος τούτου μηδὲν ἧττον περαίνηται ὁ συλλογισμός Arist.APr. 65b6
, cf. 48a24, al.), κεινὰν π. δίαιταν just for the sake of unsatisfying food, Pi.O.2.65; ἕκαστος οὐ π. τὴν ἑαυτοῦ ἀμέλειαν οἴεται βλάψειν each thinks that his own negligence will not suffice to cause injury, Th.1.141, cf. Isoc.3.48; π. τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν all through his own fault, Antipho 3.4.5, cf. Isoc.6.52, D.4.11, 18.232; πολλὰ.. ἐστιν αἴτια τούτων, καὶ οὐ παρ' ἓν οὐδὲ δύ' εἰς τοῦτο τὰ πράγματ' ἀφῖκται not from one or two causes only, Id.9.2; οὐ π. τοῦτο οὐκ ἔστι it does not follow that it is not.., 1 Ep.Cor.12.15; π. τὸ τὴν ἀρίθμησιν ποιήσασθαι ἐξ ἑτοίμου τοὺς ἐργώνας οὐκ ὀλίγα χρήματα περιεποίησε τῇ πόλει by the simple fact of prompt payment, IPE12.32B35 (Olbia, iii B. C.); , cf. Plb.3.103.2, 18.28.6, al.; οὐδεὶς παρ' ἑαυτόν ἐστι βασιλεύς thanks to himself alone, Aristeas 224;παρ' αὑτὸν ἀτυχεῖ Arr.Epict.3.24.2
, cf. Phld.Rh.2.16 S.;παρ' ἡμᾶς ἡ τῶν ἀγαθῶν ἀπόστασις Hierocl. in CA25p.477M.
; εἶναι π. τοῦτο σωτηρίαν τε πόλει καὶ τοὐναντίον, i.e. on this depends.., Pl.Lg. 715d, cf. X.Eq.Mag.1.5, D.C.Fr.36.5;π. μίαν ἡμέραν καὶ ἓν πρᾶγμα καὶ ἀπόλλυται προκοπὴ καὶ σῴζεται Epict.Ench.51.2
; π. τὸ Ἕλληνά με εἶναι just because I am a Greek, UPZ7.13 (ii B. C.);π. τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν αὐτήν LXX Ge.29.20
, cf. Ex.14.11; later more loosely, because of.., Phld.Rh.1.158 S., Gem.6.24, etc.; οὐδὲν π. σὲ γέγονε it is no fault of yours, PRyl.243.6 (ii A. D.), cf. POxy.1420.7 (ii A. D.).8 of a limit of possibility,εἴπερ ἐνεδέχετο π. τοὺς παρόντας καιρούς D.18.239
; πεῖσαι τό γε παρ' αὑτόν to persuade (the judges) so far as in you lies, Arr.Epict.2.2.20; οἴμωζε παρ' ἐμέ as far as I am concerned, for all I care, Ar.Av. 846.D POSITION: παρά may follow its Subst. in all three cases, but then becomes by anastrophe πάρα: when the ult. is elided, the practice varies,τῇσι παρ' Il.18.400
; but Ἡφαίστοιο πάρ' ib. 191.F πάρα (with anastrophe) stands for πάρεστι and πάρεισι, Il.1.174, Hes.Op. 454, A.Pers. 167, Hdt.1.42, al., S.El. 285, Ar.Ach. 862, etc.G IN COMPOS.,I alongside of, beside, of rest, παράκειμαι, παράλληλοι, παρέζομαι, πάρειμι (εἰμί), παρίστημι; of motion, παραπλέω, πάρειμι ([etym.] εἶμι).II to the side of, to, παραδίδωμι, παρέχω.IV metaph.,2 of comparison, as in παραβάλλω, παρατίθημι.3 of alteration or change, as in παραλλάσσω, παραπείθω, παραπλάσσω, παρατεκταίνω, παραυδάω, παράφημι.4 of a side-issue, παραπόλλυμι. (Cogn. with Goth. faúr 'along', Lat. por-.) -
55 χωρα
ион. χώρη ἥ1) пространствоἐν χώρᾳ κινεῖσθαι Plat. — двигаться в пространстве;
ἐν μεγέθει τέν διαφορὰν εἶναι τοῦ τε τόπου καὴ τῆς χώρας Sext. — (некоторые утверждают), что разница между местом и пространством - в размерах2) промежуток, расстояниеχ. μεσσεγύς Hom. — средний промежуток, интервал
3) место, местоположениеἂψ ἐνὴ χώρῃ ἕζετο Hom. — он снова сел на (свое) место;
οὐ μιᾷ χώρᾳ χρῆσθαι Xen. — не оставаться на одном месте;χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν Plat. — перемещаться4) воен. позиция5) воен. назначенное место, постἐπεὴ ἐν ταῖς χώραις ἕκαστοι ἐγένοντο Xen. — когда все заняли свои места6) общественное положение, должность, постχώραν ἔντιμον ἔχειν Xen. — занимать почетное положение;
ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι Xen. — находиться на положении рабов;ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι Xen. — не иметь никакой власти, не играть никакой роли;οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες ἐν τοῖς μισθοφόροις Polyb. — главные начальники наемных войск7) область, край, страна(κατάλεξον, ἅστινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Hom.)
ἐπὴ χώρας εἶναι Xen. — быть в (своей) стране;ὅ σατραπεύων τῆς χώρας Xen. — сатрап (данной) области;ἥ χ. ἥ Ἀττική Her. — Аттика;Ἑλλὰς χ. Aesch. — Эллада8) земельная собственность, земля, поместьеἥ χώρας γεωργία Plat. — землеобработка9) деревня (в собир. знач.)τὰ ἐκ τῆς χώρας ἐσκομίζεσθαι Thuc. — свозить (в город) сельскохозяйственные продукты;
ὅ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος Xen. — получаемый из деревни хлеб -
56 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
57 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
58 то
то 1σύνδ. πότε, μια•то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•
то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•
она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.
|| με τα μόρια•не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•
не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.
εκφρ.а то – βλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.то 2βλ. тот.то 3(μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.
-
59 γνωμη
дор. γνώμα ἥ1) ум, сознание, дух(φρόνημο καὴ γ. Soph.)
γνώμης ἔφοδος Thuc. — уловка, хитрость;πάσῃ τῇ γνώμῃ Thuc. — всеми помыслами, изо всех сил;γνώμαις καὴ σώμασι Xen. — душой и телом;τέν γνώμην προσέχειν τινί Her. и ἔχειν πρός τινι Aeschin. — обращать свою мысль, т.е. внимание на что-л.;προσεῖχον τέν γνώμην ὡς … Thuc. — они прониклись мыслью, что …2) знание, пониманиеοὐ γνῴμαν ἴσχεις …;
Soph. — разве ты не понимаешь …?;ἄνευ γνώμης οὔ με χρέ λέγειν Soph. — не зная (в чем дело), я (ничего) не могу сказать3) рассудок, разум, здравый смыслἡ γ. ἥ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστι κρίσις ὀρθή Arst. — рассудок есть правильное суждение о должном;
ἄτερ γνώμης Aesch. — безрассудно, беззаботно;γνώμῃ Xen. и οὐκ ἀπὸ γνώμης Soph. (ср. 4 и 9) — разумно, здраво;γνώμην ἱκανός Her. — разумный;παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν Thuc. (ср. 9) — идти на бессмысленный риск;παρὰ γνώμην Dem. — против ожидания4) мнение, убеждениеτῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι или ἔχεσθαι, тж. τῇ γνώμῃ εἶναι Thuc. — быть того же мнения, но ταύτῃ τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι Her. я решительно склоняюсь к тому мнению;
διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. и ξυμφέρεσθαι γνώμῃ Thuc. — быть единодушными;ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. — они переменили свои мнения;ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον Aesch. (ср. 3 и 9) — голосовать в соответствии со своим мнением, т.е. по совести;κατὰ γνώμην τέν ἐμήν Her. и γνώμην ἐμήν Arph. — по моему мнению;γνώμη ταύτῃ (v. l. γνώμην ταύτην) τίθεμαι Soph. — я присоединяюсь к этому мнению5) (умо)настроение, склонностьπρός τι τέν γνώμην ἔχειν Thuc. — быть склонным к чему-л.;
οὕτως εἶχε τῆς γνώμης ὡς ἤδη παντελῶς κεκρατηκώς Xen. — (у персидского войска) было такое впечатление, что оно уже одержало полную победу;εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. — набожно, благочестиво, благоговейно;οὐ φίλιαι γνῶμαι Her. — недружелюбие6) мнение, предложение(γνώμην εἰσφέρειν Her. и προθεῖναι Thuc.)
7) мысль, замыселτίνα ἔχων γνώμην ; Her. — с каким намерением?;
οὐκ οἶδα γνώμῃ τίνι Soph. — не знаю, с какой целью или на каком основании;τοῦ τείχους γ. Thuc. — назначение стены8) решение, постановление9) воля, желание(γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι и ἐκπιμπλάναι Xen.; βιασθῆναι παρὰ γνώμην Plut. - ср. 3)
κατὰ γνώμην ἐμήν Eur. — по моему усмотрению;ἀφ΄ ἑαυτοῦ γνώμης Thuc. (ср. 3 и 4) — по своему собственному побуждению10) сентенция, назидательная мысль, изречение, гнома(αἱ τῶν ποιητῶν γνῶμαι Aeschin.)
ἔστι δε γ. ἀπόφανσις καθόλου Arst. — гнома есть высказывание общего характера -
60 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
См. также в других словарях:
μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
επιλίμνιο — Μία από τις τρεις ζώνες στις οποίες χωρίζονται κατακόρυφα τα νερά των λιμνών. Η πρώτη, η ανώτερη ζώνη, είναι εκείνη όπου το νερό κυκλοφορεί αρκετά, ενώ το οξυγόνο βρίσκεται σε ποσότητες που ευνοούν τη ζωή και το φως· τόσο από άποψη ποιότητας όσο… … Dictionary of Greek
συμπληρωματική, γωνία — Μια γωνία λέγεται συμπληρωματική άλλης, αν (και μόνο) το άθροισμά τους είναι μια ορθή γωνία … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek