-
1 χαρτί
τό1) бумага;χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;
μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;
2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;
δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;
3) (чаще πλ.) игральные карты;μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;
ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;
κόβω τα χαρτίά — снимать карты;
κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;
κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;
ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;
4) πλ. карточная игра;παίζω χαρτίά — играть в карты;
έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;
§ ста χαρτίά — на бумаге, формально;
τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;
όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви
-
2 χαρτί
[харти] ουσ. о. бумага, игральная карта.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαρτί
-
3 χαρτί
[харти] ουσ ο бумага, игральная карта. -
4 χαρτί
kağıt, iskambil kağıdı -
5 χαρτί
1) document2) papier -
6 χαρτί
1) listina2) papír -
7 χαρτί
paperΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χαρτί
-
8 papier
χαρτί -
9 papír
χαρτί -
10 бумага
бумага 1-и θ.1. χαρτί, χάρτης•первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•
тряпичная -χαρτί από ράκη•
древесная бумага χαρτί από ξύλο•
писчая бумага χαρτί γραψίματος•
почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•
фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•
оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•
газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•
промокательная бумага στυπόχαρτο•
цветная -έγχρωμο χαρτί•
светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•
наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•
стеклянная -γυαλόχαρτο•
пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•
бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•
в две линейки χαρτί δίγραμμο•
бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.
2. έγγραφο•из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.
3. χαρτονόμισμα•-и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.
4. -и πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.
εκφρ.на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•ценные -и – τα Χρεόγραφα.бумага 2-и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•
хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.
-
11 бумага
бума́г||а Iж1. τό χαρτί, ὁ χάρτης:почтовая \бумага τό χαρτί τής πόστας, ὁ ἐπιστολικός χάρτης, τό χαρτί ἐπιστολογραφίας; папиросная \бумага τό τσιγαρόχαρτο; наждачная \бумага τό σμυριδόχαρτο; промокательная \бумага ὁ ἀπορροφητικός χάρτης, τό στυπόχαρτο; оберточная \бумага τό χαρτί περιτυλίγματος, τό στρατσόχαρτο;2. (документ) τό Εγγραφο:послать \бумагаи στέλνω τάέγγραφα; 3.:ценные \бумагаи τά χρεώγραφα-◊ на \бумагае (формально) στά χαρτιά, τυπικά.бума́г||а IIж (нитки, ткань) τό βαμβάκι, ὁ βάμβαξ:шерсть с \бумагаой τό μαλ-λοβάμβακο. -
12 идти
иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучиρ.δ.1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•
идти медленно βαδίζω αργά.
|| έρχομαι•я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.
|| τρέχω•иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
|| κινούμαι, κατευθύνομαι•в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.
2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.
3. επιτίθεμαι•на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.
|| εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.
4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.
|| (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•
древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•
растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.
5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•
из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•
у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.
7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.
8. πλησιάζω•весна идёт η άνοιξη έρχεται•
сон идёт ο ύπνος έρχεται.
9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•
идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.
|| αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.
11. χορηγούμαι, δίνομαι•ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.
|| διαδίδομαι•слух (ή молва) идёт φημολογείται•
сплетни идут κουτσομπολεύεται.
|| εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•
мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.
13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•дождь идёт βρέχει•
снег идёт χιονίζει.
14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•годы шли τα χρόνια περνούσαν•
вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•
как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•
идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•
идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.
15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•идут экзамены γίνονται εξετάσεις•
идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•
бой идёт γίνεται μάχη•
идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.
|| (για θέαμα) παίζομαι•идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.
16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.
|| ξοδεύομαι, δαπανώμαι•на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.
17. ταιριάζω, αρμόζω•ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.
18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.
|| μπήγομαι•гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•
нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.
19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•иди за мени παντρέψου εμένα•
она идёт замуж αυτή παντρεύεται.
20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.
|| (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.
21. εισάγομαι•чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.
22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.
23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•
переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.
24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•
дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
|| διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•идти в продажу πουλιέμαι•
идти в обработку επεξεργάζομαι•
идти в сравнение συγκρίνομαι•
идти в починку διορθώνομαι•
идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•
идти в пляс αρχίζω να χορεύω.
26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•
дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•
идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.
27. επιβεβαιωτική λέξη•идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•
едем? – идёт πάμε; – ναι•
ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;
28. έχω σαν περιεχόμενο•у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•
дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•
о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,
εκφρ.идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές; -
13 карта
-ы θ.1. χάρτης•географическая γεωγραφικός χάρτης•
этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•
политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•
карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•
морская карта ναυτικός χάρτης.
2. παλ. κατάλογος φαγητών.3. παλ. καρτ-ποστάλ.4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•
играть в карты παίζω χαρτιά•
простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•
гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•
ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.
εκφρ.последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. -
14 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
15 ватман
(ватманская бумага) το χαρτί σχεδίασης με σινική μελάνητο χαρτί Βάτ-μαν (Whatman)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ватман
-
16 копирование
1. (изготовление копий) η αντιγραφή (σχεδίων κ.λπ.) 2. полигр. (размножение) η εκτύπωση, το τύπωμα (των αντιγράφων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копирование
-
17 фотобумага
το χαρτί (εκτύπωσης) φωτογραφιώντο φωτογραφικό χαρτίматовая - ματ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фотобумага
-
18 бумага
бумага ж 1) το χαρτί, ο χάρτης обёрточная \бумага το στρατσόχαρτο почтовая \бумага о επιστολικός χάρτης 2) мн. \бумагаи (документы ) τα χαρτιά* * *ж1) το χαρτί, ο χάρτηςобёрточная бума́га — το στρατσόχαρτο
почто́вая бума́га — ο επιστολικός χάρτης
2) мн.бума́ги (документы) — τα χαρτιά
-
19 документ
документ м το έγγραφο, το ντοκουμέντο το χαρτί το πιστοποιητικό (удостоверение)* * *мτο έγγραφο, το ντοκουμέντο; το χαρτί; το πιστοποιητικό ( удостоверение) -
20 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε!
См. также в других словарях:
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
χαρτί — το 1. λεπτό φύλλο από συμπιεσμένες φυτικές ίνες (συνήθως) που χρησιμεύει κυρίως για γραφή, εκτύπωση, περιτύλιγμα αντικειμένων κτλ. 2. κάθε επίσημο έγγραφο, απολυτήριο, πτυχίο κ.ά.: Δεν πήρε ακόμα το χαρτί του. 3. τραπουλόχαρτο. 4. χαρτοπαιξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek