-
21 τηλέφαντος
1 far-shining τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ fr. 5. 2. τέρας ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον (Bergk: τηλέφατον codd. Theophrasti) fr. 33c. 5. -
22 τίκτω
τίκτω (impf. τίκτ(ε), (ἔ) τικτε(ν): aor. ἔτεκον, τέκες, τέκ(ε), (ἔ) τεκε(ν); τέκοι; τεκοῖς(α); τεκεῖν, τεκέμεν: med. fut. pro act., τέξει, -εται: aor. τέκετο; τέκωνται.)a act., of mother, give birth to ( παρθένος)· ἔτεκε λαγέτας υἱούς (Boehmer: ἃ τέκε codd.) O. 1.89 ( Πιτάναν)· ἃ λέγεται Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.30
ἃ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.41
παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι O. 6.49
Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.85
τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα P. 2.42
παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις P. 3.101
“υἱὸς, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.16
“ τόθι παῖδα τέξεται” P. 9.59τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.84
ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel.: οἱ τέκε codd.) I. 4.64δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21
πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.33
ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6. ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 10. “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ (sc. Ἑκάβα: cf. Apollod., 3. 148, ἔδοξεν Ἑκάβη καθ' ὕπνους δαλὸν τεκεῖν διάπυρον, τοῦτον δὲ πᾶσαν ἐπινέμεσθαι τὴν πόλιν καὶ καίειν) Πα. 8A. 20.Τήνερον ἔτεκ[ε ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Pae. 9.42
υἱὸν ἔτι τέξ[ε]ι Pae. 10.21
καὶ τέκ εὔδοξο[ν Δ. 2. 30.b of father, begetῬόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
παῖδας ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
“ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 and so med., of unnatural birth, ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.c act. & med., met., produceαὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
“γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶτα” P. 4.52 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν (alia alii coni., velut ἔπιδον G-H: sed haec ad Teum potius quam ad Athenas spectare vidit S. Radt: “sie hätten... das zerstörte Teos wieder neu gegründet”) Pae. 2.29 -
23 βλίμη
-
24 καταίθω
A burn down, burn to ashes, καταίθουσα.. δαλόν (Canter for κ' αἴθουσα) A.Ch. 607(lyr.);σὺ δ' οὖν κάταιθε E.Andr. 258
;ὕφαπτε καὶ κάταιθε Ar.Th. 730
;πυρὶ καταίθεται τέραμνα E.Tr. 1296
(lyr.).2 metaph., kindle, rouse, Lyc.249;ἔρως με καταίθει Theoc.7.56
:—[voice] Pass.,καταίθεσθαι ἐπί τινι Id.2.40
:—A.Fr. 359 is corrupt.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταίθω
-
25 κυκλόω
Aκεκύκλωκα Plb.3.116.10
:— [voice] Med., [tense] fut. - ώσομαι X.Cyr.6.3.20: [tense] aor.ἐκυκλωσάμην Hdt.9.18
, Th.5.72:—[voice] Pass., [tense] fut. κυκλωθήσομαι (v.l. - ώσομαι) D.H.3.24: [tense] pf.κεκύκλωμαι Th.4.32
(in med. sense (ἐγ-) Ar.V. 395): [tense] aor.ἐκυκλώθην X. Cyr.6.3.20
: ([etym.] κύκλος):—encircle, surround,Ὠκεανὸς.. κυκλοῖ χθόνα E. Or. 1379
(lyr.);πόλιν.. κυκλώσας Ἄρει φονίῳ Id.IA 775
(lyr.); ὅταν κυκλώσωσι [τοὺς ἰχθῦς] Arist.HA 533b27:—more freq. in [voice] Med.,κυκλώσασθαί τινας Hdt.3.157
, 9.18, Plb.1.17.13;κ. αὐτοὺς ἐς μέσον Hdt.8.10
, cf. A.Th. 121 (lyr.), Call.Hec.1.1.14, etc.: such forms as κυκλοῦνται, ἐκυκλοῦντο, etc., may belong to κυκλόω or to κυκλέω, Th.4.127, 7.81, etc.: abs., κυκλούμενοι by an enveloping movement, Hdt.8.76:—[voice] Pass., to be surrounded, A.Th. 247, Th.7.81:—joined with [voice] Med., εἰ οἱ κυκλούμενοι κυκλωθεῖεν X.l.c.II move in a circle, whirl round, Pi.O.10(11).72; ;κ. ἀεὶ τὸ σῶμα Hermipp.4
;οἱ κυκλοῦντες [τὴν θάλασσαν] ἄνεμοι Plb.11.29.10
; in PSI9.1092.53, cf. Archil.92b Diehl: metaph., πολλοὺς λογισμοὺς ἡ πονηρία κυκλοῖ revolves, agitates, Men.378:—[voice] Med., hurl,βέλη Him.Or.7.17
:—[voice] Pass. (or [voice] Med.), go in a circle, X.An.6.4.20; dance or whirl round, Call.Dian. 267, Arat.811: metaph.,δίναις κυκλούμενον κέαρ A.Ag. 997
(lyr.).III form into a circle,κ. τόξα AP12.82
(Mel.), cf. Him.Or.17.5; incorrectly,κ. τόξοιο νευρήν Babr. 68.5
:—[voice] Pass., form a circle, of a bow, E.Ba. 1066; also [τάφρος] περὶ τὸ πεδίον κυκλωθεῖσα being drawn in a circle, Pl.Criti. 118d.IV abs.,κυκλώσατε ἐπὶ τὸν βασιλέα κύκλῳ LXX 4 Ki.11.8
; ἐκύκλωσα ἐγὼ καὶ ἡ καρδία μου τοῦ γνῶναι ib.Ec.7.26(25).V = λακκίζειν, ἀμπέλους Philostr.Her.2.8. -
26 σύμμετρος
A commensurate with, of like measure or size with, σύμμετρος σῷ ποδί (sc. ἡ βάσις) E.El. 533; ; βόστρυχον.. σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ exactly like it, A.Ch. 230: esp. of Time, commensurate with, keeping even with, δαλὸν ἥλικα ξύμμετρόν τε διαὶ βίου ib. 610 (lyr.); τῷδε τἀνδρὶ ς. being of like age with him, S. OT 1113; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; coincident with what chance have I come? i.e. in the very nick of time, Id.Ant. 387, cf. E.Alc.26 (infr. 111).2 in Mathematics, having a common measure, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (sc. γραμμαί) Arist.LI 968b6; freq. denied of the relation between the diagonal of a square and its side, Id.APo. 71b27, APr. 41a26, Ph. 221b25, Rh. 1392a18; [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα commensurable, Id.EN 1133b22; μήκει οὐ σύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ not lineally commensurate with the one-foot side, Pl.Tht. 147d, cf. 148b: [comp] Comp., of musical intervals,ταῖς αἰσθήσεσιν εὐληπτότερα τὰ -ότερα Ptol.Harm.1.10
.II in measure with, proportionable, exactly suitable, λόγοι ἀνδράσι ς. Isoc.4.83, cf. 5.110, 12.135; γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις ς. Str.15.1.26;σ. πρός τι Pl.Lg. 625d
, Metrod.Fr.1, etc.; c. dat., Pl.Men. 76d, Ti. 67c, Epicur.Fr.81 ([comp] Comp.).2 abs., in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Arist.EN 1104a18, al.;τὸ σ. καὶ καλόν Pl.Phlb. 66b
;τῶν φύσει ξηροτέρων.. ὡς πρὸς τὸν σ. παραβάλλειν Gal.6.360
, cf. 27, al.3 generally, fitting, meet, due,ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω A.Eu. 532
(lyr.); , cf. Phld.Rh.1.288S., al.; ξύμμετρος ὡς κλύειν within fit distance for hearing, S.OT84.4 moderate,πόνοι Isoc.1.12
;ὥστε σύμμετρον.. τὸ πνεῦμα.. ποιεῖν Antiph.202.16
;σ. τροφαί Sor.1.26
, cf. 49, al.; σ. στέγη moderate in size, X.Oec.8.13; of suitable size, (Canopus, iii B.C.).III Adv. - τρως in moderation, Isoc.1.32, etc.; in due time,ἀφίκετο E.Alc.26
; σ. πρὸς ἑωυτόν conveniently, Hp.Off.3; σ. ἔχειν πρός τι to be in proportion to.., X.Eq.1.16; ;σ. ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους Pl.Ti. 85c
; τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ ς. Nicom.Com.1.36; = μετρίως, φέρειν IG12(7).396.31 (Amorgos, ii B.C.), cf. Aristid.Quint.2.5. [comp] Comp. - ότερον more fittingly, D.61.27 (v.l. -ώτερον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμετρος
-
27 ἐγκρύπτω
A hide or conceal in,δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488
, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15
;τι εἴς τι Ev.Matt.13.33
, Apollod.1.5.1 ([voice] Pass.), etc.3 [voice] Med., hide oneself,μελάθροις Nonn.D.32.285
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρύπτω
-
28 ἐμβάλλω
ἐμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 2 ἐνέβᾰλον ([voice] Pass. is mostly supplied by ἐμπίπτω):—A throw in,τινὰ πόντῳ Il.14.258
; μιν.. χερσὶν' Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν let him fall into Achilles' hands, 21.47;ἐ. νιν βροτοῦ ἀνέρος εὐνῇ 18.85
;ἐ. τινὰ εἰς τὸ βάραθρον Ar.Ra. 574
, Nu. 1450;εἰς τὸ δεσμωτήριον D.53.14
;ἐ. τινὰ εἰς συμφοράς Antipho 3.4.10
;εἰς ἀτυχίας Aeschin.3.79
;εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδικίαν Din.3.7
;εἰς ὑποψίαν Plu.Them.23
; , cf. Hdt.4.72, etc.;εἰς ἀπορίαν Pl.Phlb. 20a
;εἰς ἔχθραν D.18.70
.2 of things, ἵπποις χαλινοὺς ἐ. Thgn.551, X.Eq.6.7 ([voice] Pass.), 9.9, cf. Il.19.394;πώλοις ἡνίας E.IT 1424
;ἐ. ψήφους εἰς τὸν καδίσκον D.57.13
, cf. X.Cyr.2.2.21; ἐ. μοχλόν (sc. εἰς τὴν θύραν) Id.An.7.1.12; ἐ. σῖτον (sc. εἰς τὴν φάτνην) Id.Cyr.8.1.38; τοῖς ὑποζυγίοις ἐ. throw food to.., Thphr.Char.4.8; simply, lay or put in, [ἱμάντα] οἱ ἔμβαλε χερσίν put it into his hands, Il.14.218; ἐνέβαλον τῶν χρημάτων [εἰς τὸ κανοῦν] Arist.Pol. 1304a3, cf. Ael.VH11.5; hand in, submit a petition, PPetr.3P.39 (iii B.C.), etc.; ἐ. τὴν χεῖρά τινι slide one's hand into another's, Ar.V. 554; ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν as a pledge of good faith, S.Tr. 1181, cf. Ar.Ra. 754; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, to which Neoptolemus answers— ἐμβάλλω μενεῖν I give my pledge to remain, S.Ph. 813 (troch.).3 freq. of the mind, ἐνὶ φρεσὶν ἐ. Od.19.10 (cf. infr. 111.2);εἰς νοῦν τινί Plu. Tim.3
; ἐ. ἵμερον, μένος τινί, Il.3.139, 16.529; ἐ. νεῖκός τισι to throw in strife between them, 4.444; τισὶ λύσσαν ἐρισμοῦ Timo 28.3;ἐ. λόγον Pl.R. 344d
;βουλὴν ἐ. περί τινος X.Cyr.2.2.18
(and abs., ἐ. τινὶ περί τινος to give one advice on a thing, ib.5.5.43 (nisi addendum <βουλήν>)); ἐ. πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν D.10.75
.4 throw upon or against,νηῒ κεραυνόν Od.12.415
;δαλὸν νήεσσι Il.13.320
;πέτρον στέρνῳ Pi.N.10.68
; [Ἀχαιοὺς] πέτραις E.Hel. 1129
(lyr.);πῆχυν στέρνοις Id.Or. 1466
(lyr.); ;πληγάς τινι X.An.1.5.11
, cf. Plu.Caes.66; so ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (sc. πληγάς) let him lay on.., X.Eq.8.4; ἐ. ἕλκεα to inflict them, Pi.Fr. 111; ἐ. πῦρ set fire to.., Th.7.53; ἐ. ῥήγεα lay on blankets, Od.4.298: metaph., ἐ. φόβον τινί strike fear into him, Hdt.7.10.έ; ἄταν A.Th. 316
(lyr.); φροντίδας v.l. in Antipho 2.2.2; impose,ἔργα εἰς τὴν γῆν PTeb.37.7
([voice] Pass., i B. C.); of a fine, BCH8.307 ([place name] Delos).5 ἐ. ὦμον put one's shoulder to the work, in archery, Hp.Fract.2.6 put into its place, to set a broken or dislocated limb, ib.24 ([voice] Pass.), Art.1, al., Arist.PA 685b6.7 Medic., put in, ἀμυχάς, διαίρεσιν, Philum.Ven.7.4, Antyll. ap. Orib.45.24.4.9 ἐ. τινί (sc. μάρμαρον) to throw at another, Il.12.383.II intr. (sc. στρατόν), make an inroad or invasion, v.l. for ἐσβ. in Hdt.4.125,5.15,9.13, cf. X.Ages.1.29; in full,ἐ. στράτευμα A.Th. 583
, 1024: metaph., attack, Pl.Tht. 165d.b generally, burst, rush in,ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγοράν Aeschin.2.164
, Lycurg.5, etc.; embark upon,ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον E.El. 962
: c. dat., εἰκασίαις Hierocl.p.37 A.;βίβλοις μακραῖς καὶ δυσελίκτοις Jul.Or.7.227b
.2 strike a ship with the ram (ἔμβολος 1.3
), charge or ram it,νηΐ Hdt.8.84
, al., cf. 7.10.β; ἐ. ταῖς λοιπαῖς (sc. ναυσί) Th.4.14; ξυνετύγχανε.. διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι on one side had charged others, on the other had been charged themselves, Id.7.70.b of water, ἐ. τοῖς ὄρεσι to dash against them, Hdt.2.28: abs., .3 κώπῃς ἐ. (sc. χεῖρας) lay oneself to the oars, Od.10.129, cf. Pi.P.4.201; ἐ. alone, pull hard, Ar.Eq. 602, Ra. 206, X.HG5.1.13.4 of a river, empty itself, εἰς .. Pl.Phd. 113c.III [voice] Med., throw in what is one's own,ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον D.49.65
, cf. 27.51: abs., draw lots, SIG1006.3 (Cos, iii B.C.).2 metaph.,μή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ Il.10.447
; μῆτιν ἐ. θ. 23.313;εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι D.18.68
(later in [voice] Act., PTaur.4.9);τὸ καρτερὸν ἐμβαλόμενοι X.Cyr.4.2.21
(cf. supr. 1.3).3 c. gen., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων fall upon the hare's flesh, Ar. Pax 1312.4 put on board ship, PHib.1.152 (iii B.C.), POxy. 1292.3 (i A.D.), Luc.VH1.5, etc.IV [voice] Pass., to be dashed against: of ships, charge (v. supr. 11.2), Th.7.34,70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβάλλω
-
29 ἧλιξ
A of the same age, καταίθουσα παιδὸς.. δαλὸν ἥλικ', of Meleager's torch, A.Ch. 608;δρῦς A.R.2.479
;Πηλῆος.. ἥ. χαίτην Tryph.637
: mostly in pl.,βόες.. ἥλικες ἰσοφόροι Od.18.373
;ἅλικες οἷα παρθένοι Pi.P.3.17
; ὦνδρες ἥ. Ar.V. 245;ὑφ' ἡλίκων νεανίδων Id.Th. 1030
(lyr.); ἐν ἅλικι χρόνῳ in equal time, B.7.45.2 Subst., fellow, comrade,οἱ ἥλικες Hdt.1.34
, 2.32;ἥλικές θ' ἥβης ἐμῆς A.Pers. 681
;τὸν ἥλικα τόνδε Ar.Ach. 336
codd. (sed leg. ὁμήλικα) μετὰ τῶν ἡ. Antipho 3.2.3; prov.,ἧλιξ ἥλικα τέρπει Pl.Phdr. 240c
, cf. Arist.EN 1161b34. (Fr. ϝᾶλιξ, cf. βαλικιώτης: compd. of swo- 'one's own' (cf. ϝός, Lat. suus) and - āli- 'size', 'growth' (cf. Lat. alo, aequ-āli-s, Gr. ὁμ-ᾶλι-ξ), with suffix - κ-.) -
30 ἐγκρύπτω
ἐγ-κρύπτω, aor. ἐνέκρυψε: hide in, bury in, δᾶλὸν σποδιῇ Od. 5.488†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐγκρύπτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαλόν — δᾱλόν , δαλός fire brand masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό … Dictionary of Greek
σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] … Dictionary of Greek