Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δώω

См. также в других словарях:

  • δωῶ — δωός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώω — δίδωμι Aër. aor subj act 1st sg (epic ionic) δίδωμι Aër. aor subj act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • gʷei̯-3 and gʷei̯ ǝ- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī- frequent, often with -u- extended —     gʷei̯ 3 and gʷei̯ ǝ : gʷ(i)i̯ē : gʷ(i)i̯ō : gʷī frequent, often with u extended     English meaning: to live     Deutsche Übersetzung: “leben”     Material: A. from *gʷei̯ ō: O.Ind. jīvütu ḥ “life” (see under), gáya ḥ “house, courtyard,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»