-
1 δωδεκαώρω
-
2 δωδεκαώρῳ
См. также в других словарях:
δωδεκαώρῳ — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δωδεκαώρω
2 δωδεκαώρῳ
δωδεκαώρῳ — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)