-
1 corriger
διορθώνω -
2 korigovat
διορθώνω -
3 korygować
διορθώνω -
4 poprawić
διορθώνω -
5 skorygować
διορθώνω -
6 sprostować
διορθώνω -
7 поправить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. (επι)διορθώνω, επισκευάζω•поправить телегу επισκευάζω το αμάξι.
2. εξαλείφω•поправить ошибку διορθώνω το λάθος•
поправить рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα.
|| υποδείχνω το λάθος•поправить собеседника διορθώνω το συνομιλητή.
3. τακτοποιώ.4. αποκατασταί-νω, αποκαθιστώ• καλυτερεύω•поправить здоровье καλυτερεύω την υγεία.
1. διορθώνω το λάθος μου.2. τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα.3. διορθώνομαι, καλυτερεύω• αναλαμβάνω. || δυναμώνω, γερεύω.ρ.σ.βλ. править με σημ. για λίγο χρόνο. -
8 корректировать
-руга, -руешьρ.δ. μ. διορθώνω•корректировать стрельбу διορθώνω τη βολή•
корректировать статью διορθώνω άρθρο•
корректировать ошибку διορθώνω λάθος.
διορθώνομαι. -
9 править
править 1-влю, -вишь, μτχ. ενεστ. правящийρ.δ.1. κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω διαφεντεύω κουμαντάρω.2. οδηγώ χειρίζομαι•править рулм πηδαλιουχώ•
править лошадьми οδηγώ τα άλογα•
править машиной οδηγώ το αυτοκίνητο•
править вожжами κρατώ ταχαλινά, χαλιναγωγώ.
|| παλ. κάνω, εκτελώ.править 2-влю, -вишь ρ.δ.1. διορθώνω•править рукопись διορθώνω το χειρόγραφο•
править ошибки διορθώνω τα λάθη•
править гранки διορθώνω τα δοκίμια.
2. ισάζω, ισώνω, ομαλύνω λειαίνω. || ακονίζω, τροχίζω.1. διορθώνομαι.2. ομαλύνομαι, γίνομαι ίσος λειαίνομαι. -
10 поправлять
поправлятьнесов1. (чинить) ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω, διορθώνω·2. (ошибку) διορθώνω·3. (приводить в порядок) σιάχνω, ἰσιώνω, διορθώνω:\поправлять прическу σιάχνω τά μαλλιά μου· \поправлять подушку τακτοποιώ τό προσκέφαλο·4. (улучшать) καλλιτερεύω:\поправлять денежные дела́ καλλι-τερεύω τά οίκονομικά μου· \поправлять здоровье καλλιτερεύω τήν ὑγεία μου. -
11 выправить
-влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправиρ.σ.μ.1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.
2. διορθώνω•выправить положение διορθώνω την κατάσταση.
|| επιφέρω, κάνω διορθώσεις•выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.
|| ακονίζω, τροχίζω.3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.1. διορθώνομαι.2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.(γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);ρ.σ.μ.(απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.
-
12 исправить
-влю: -вишь ρ.σ.μ.1. επιδιορθώνω, επισκευάζω, φτιάχνω, διοοθώνω βλάβη•замок επιδιορθώνω την κλειδωνιά.
2. διορθώνω•исправить ошибку διορθώνω το λάθος•
издание исправленное и дополненное έκδοση διορθωμένη και συμπληρωμένη•
исправить характер διορθώνω το χαρακτήρα.
διορθώνομαι, γίνομαι καλύτερος. -
13 переправить
-влго, -вишь ρ.σ.μ.1. διαπε-περαιώνω, διαπορθμεύω, περνώ, διαβιβάζω.2. (απο)στέλλω.3. διορθώνω•переправить статью διορθώνω άρθρο.
4. διορθώνω (όλο, πολύ).διαπεραιώνομαι, διαπορθμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 исправить
исправить, исправлять 1) διορθώνω επανορθώνω 2) (чи нить) επισκευάζω, επιδιορ θώνω* * *= исправлять1) διορθώνω; επανορθώνω2) ( чинить) επισκευάζω, επιδιορθώνω -
15 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
16 чинить
I чинить Ι 1) (επι)διορθώνω. επισκευάζω; μπαλώνω (штопать ) 2) (карандаш ) ξύνω II чинить II (устраивать) δημιουργώ; \чинить препятствия προξενώ εμπόδια* * *I2) ( карандаш) ξύνωII( устраивать) δημιουργώчини́ть препя́тствия — προξενώ εμπόδια
-
17 выправлять
выправлятьнесоз.1. (выпрямлять) ἀνορθώνω, στήνω ὄρθιο[ν], ἰσιάζω·2. (исправлять, улучшать) διορθώνω:\выправлять корректуру διορθώνω τυπογραφικό δοκίμιο, ἐλ-Υχω τίς διορθώσεις·3. (бритву, лезвие) ἀκονίζω. -
18 загладить
загладитьсов, заглаживать несов1. ἰσιώνω, λειαίνω:\загладить складки ισιώνω τίς πτυχές, ίσιωνω τίς σούρες·2. перен διορθώνω, σιάζω:\загладить вину́ διορθώνω τό φταίξιμο μου. -
19 исправлять
исправ||лятьнесов1. (чинить) (έπι)διορθώνω, ἐπισκευάζω·2. (делать лучше) διορθώνω, ἐπανορθώνω. -
20 корректировать
корректироватьнесов в разн. знач. διορθώνω:\корректировать огонь воен. διορθώνω τήν βολή.
См. также в других словарях:
διορθώνω — διορθώνω, διόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] … Dictionary of Greek
επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek