-
1 исправить
исправить, исправлять 1) διορθώνω επανορθώνω 2) (чи нить) επισκευάζω, επιδιορ θώνω* * *= исправлять1) διορθώνω; επανορθώνω2) ( чинить) επισκευάζω, επιδιορθώνω -
2 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
3 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
4 загладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνω• λειαίνω•загладить волосы ισιάζω τα μαλλιά•
загладить складки ισιώνω τις πιέτες•
загладить моршины ομαλύνω τις ρυτίδες.
2. μτφ. διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ•загладить ощибку διορθώνω το λάθος•
загладить несправедливость επανορθώνω την αδικία.
1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι• λειαίνομαι.2. διορθώνομαι, επανορθώνομαι• μετριάζομαι, καλμάρω. -
5 восстанавливать
1. (приводить в прежнее состояние, положение) αποκαθιστώ, αποκατασταίνω, ανορθώνω, επανορθώνω 2. (устанавливать что-л. забытое) ανακαινίζω, επαναφέρω 3. (в должности, в правах) αποκαθιστώ, αποκατασταίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восстанавливать
-
6 исправлять
1. (изменять, поправлять) τροποποιώ 2. (устранять недостатки, ошибки) επιδιορθώνω, επισκευάζω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исправлять
-
7 компенсировать
1. тех. αποσβένω, αντισταθμίζω 2. (фин) αποζημιώνω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компенсировать
-
8 исправлять
исправ||лятьнесов1. (чинить) (έπι)διορθώνω, ἐπισκευάζω·2. (делать лучше) διορθώνω, ἐπανορθώνω. -
9 компенсировать
компенс||и́роватьсов и несов ἀποζημιώνω, ἐπανορθώνω. -
10 реабилитацияировать
реабилитация||и́роватьсов и несов ἀποκαθιστώ, ἐπανορθώνω. -
11 make amends
(to do something to improve the situation after doing something wrong, stupid etc: He gave her a present to make amends for his rudeness.) επανορθώνω -
12 make it up
1) (to become friends again after a quarrel: It's time you two made it up (with each other).) ξαναφιλιώνω2) (to give compensation or make amends for something: I'm sorry - I'll make it up to you somehow.) επανορθώνω,αποζημιώνω -
13 rectify
(to put right or correct (a mistake etc): We shall rectify the error as soon as possible.) επανορθώνω- rectification -
14 redress
-
15 repair
[ri'peə] 1. verb1) (to mend; to make (something) that is damaged or has broken down work again; to restore to good condition: to repair a broken lock / torn jacket.) επιδιορθώνω, επισκευάζω2) (to put right or make up for: Nothing can repair the harm done by your foolish remarks.) επανορθώνω2. noun1) ((often in plural) the act of repairing something damaged or broken down: I put my car into the garage for repairs; The bridge is under repair.) επιδιόρθωση, επισκευή2) (a condition or state: The road is in bad repair; The house is in a good state of repair.) κατάσταση•- reparable
- reparation
- repairman -
16 вина
-ы, πλθ. вины θ.1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•
простить -у συγχωρώ το λάθος•
признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•
эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.
|| ενοχή•отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.
2. αιτία, υπαιτιότητα•по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.
εκφρ.по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας. -
17 возобновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -вленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. επαναλαβαίνω, ξαναρχίζω, επαναρχίζω, διεξάγω εκ νέου, ξανά•переговоры -лись οι διαπραγματεύσεις (συνομιλίες) ξανάρχισαν.
2. ανανεώνω, αποκατασταίνω εκ νέου, επανορθώνω, ανακαινίζω•возобновить живопись ανανεώνω τη ζωγραφιά.
ξαναρχίζω, επαναρχίζω, επαναλαμβάνομαι•после каникул -лись занятия μετά τις διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα.
-
18 возродить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ожденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.αναγεννώ, ξαναζωντανεύω• επανορθώνω, αναδημιουργώ, ανανεώνω• αναστηλώνω.αναγεννιέμαι, επανορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 компенсировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. компенсированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. αποζημιώνω, επανορθώνω.2. αντισταθμίζω, ισοσταθμίζω, ισοψηφώ, ισοφαρίζω.1. αποζημιώνομαι• επανορθώνομαι.2. αντισταθμίζομαι, ισοσταθμίζομαι, ισοφαρίζω. -
20 наладить
-лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•
наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.
2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•-лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επανορθώνω — επανορθώνω, επανόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… … Dictionary of Greek
επανορθώνω — επανόρθωσα, επανορθώθηκα, επανορθωμένος, μτβ. 1. ανορθώνω ξανά κάτι που έπεσε κάτω, στήνω πάλι όρθιο, ξαναστήνω. 2. μτφ., διορθώνω, κάτι το σφαλερό το αποκαθιστώ στο ορθό ή στο αληθινό: Επανορθώθηκαν οι ανακρίβειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
αναμάχομαι — (Α ἀναμάχομαι) μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα αρχ. 1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια 2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ … Dictionary of Greek