-
1 утолщать
χοντραίνω, παχαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утолщать
-
2 нагулять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагулянный, βρ: -лян, -а, -о.1. γερεύω, χοντραίνω, παχαίνω από τη βοσκή. || μτφ. (για άνθρωπο) χοντραίνω, παχαίνω από την καλοπέραση. || αποκτώ περιπατώντας•нагулять аппетит κάνω περίπατο για να μου έρθει, όρεξη φαγητού•
нагулять румянец ροδοκοκκινίζω από τον περίπατο•
-кашел βήχω από τον περίπατο.
2. (απλ.) εγκυμονώ ή γεννώ νόθο.κάνω πολΰ περίπατο, χορταίνω περίπατο. -
3 утолстить
-лщу, -летишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утолщённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. χοντραίνω, διογκώνω•утолстить вервку κάνω πιο χοντρή την τριχιά.
χοντραίνω, γίνομαι χοντρός, διογκώνομαι. -
4 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
5 поправиться
1) ( выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω2) ( пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω -
6 добреть
добретьнесов1. (становиться добрее) γίνομαι καλός, γίνομαι ἀγαθός·2. (полнеть) разг παχαίνω, χοντραίνω. -
7 жиреть
жиретьнесов разг παχαίνω (άμετ.), χοντραίνω. -
8 ломаться
ломать||ся1. σπάνω (ἄμετ.), τσακίζομαι, θραύομαι·2. (о голосе) τραχώνομαι, χοντραίνω·3. (жеманиться) разг κάνω καμώματα, κάνω σκέρτσα -
9 округляться
окру́гл||яться1. (полнеть) παχαίνω, χοντραίνω·2. перен στρογγυλαίνω (άμετ.), γίνομαι στρογγυλός. -
10 полнеть
полнетьнесов παχαίνω, χοντραίνω. -
11 поправляться
поправлять||ся1. (выздоравливать) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω, ἀναλαμβάνω, θεραπεύομαι·2. (полнеть) παχαίνω, παχύνω, χοντραίνω:вы очень поправились παχύνατε πολύ, δυναμώσατε καλά·3. (исправлять свою ошибку) διορθώνω τό λάθος μου, τό σφάλμα μού4. (о делах) διορθώνομαι. -
12 раздаваться
раздаваться Iнесов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.раздаваться IIнесов1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω. -
13 раздобреть
раздобретьсов (пополнеть) разг παχαίνω (άμετ.), χοντραίνω. -
14 толстеть
толст||етьнесов χοντραίνω, παχαίνω, παχύνω. -
15 тяжелеть
тяжеле||тьнесов βαραίνω, παχαίνω, χοντραίνω, γίνομαι βαρύς:голова \тяжелетьет τό κεφάλι μου ἐβάρυνε. -
16 утолстить
утолститьсов, утолщать несов παχύνω θετ.), κάνω πιό χοντρό, χοντραίνω (μετ.). -
17 утолститься
утолстить||сяπυκνοδμαι, παχαίνω (άμ-τ.), χοντραίνω (άμετ.). -
18 break
[breik] 1. past tense - broke; verb1) (to divide into two or more parts (by force).) σπάζω, κομματιάζω2) ((usually with off/away) to separate (a part) from the whole (by force).) χωρίζω, ανοίγω3) (to make or become unusable.) χαλώ4) (to go against, or not act according to (the law etc): He broke his appointment at the last minute.) αθετώ, παραβιάζω5) (to do better than (a sporting etc record).) καταρρίπτω, σπάζω6) (to interrupt: She broke her journey in London.) διακόπτω7) (to put an end to: He broke the silence.) σπάζω8) (to make or become known: They gently broke the news of his death to his wife.) ανακοινώνω9) ((of a boy's voice) to fall in pitch.) χοντραίνω, «βαθαίνω»10) (to soften the effect of (a fall, the force of the wind etc).) ανακόπτω, κοπάζω11) (to begin: The storm broke before they reached shelter.) ξεσπώ2. noun1) (a pause: a break in the conversation.) παύση, διακοπή, διάλειμμα2) (a change: a break in the weather.) αλλαγή3) (an opening.) άνοιγμα4) (a chance or piece of (good or bad) luck: This is your big break.) ευκαιρία•3. noun((usually in plural) something likely to break.) εύθραυστο αντικείμενο- breakage- breaker
- breakdown
- break-in
- breakneck
- breakout
- breakthrough
- breakwater
- break away
- break down
- break into
- break in
- break loose
- break off
- break out
- break out in
- break the ice
- break up
- make a break for it -
19 брюзгнуть
-ку, -нешь, ρ.δ.μπακανιάζω.,κάνω κοιλιά, χοντραίνω. -
20 грузнеть
ρ.δ. βαρύνω, γίνομαι βαρύς, αποκτώ βάρος• χοντραίνω.
См. также в других словарях:
χοντραίνω — χοντραίνω, χόντρυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χοντραίνω — και χοντρύνω χόντρυνα 1. κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο. 2. γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος: Χόντρυνες, και δε σου πάνε τα ρούχα. 3. για τη φωνή, γίνομαι βαρύτερος. 4. φρ., «Tα χόντρυναν», στη συζήτηση έφτασαν σε βαριές βρισιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… … Dictionary of Greek
εκσαρκώ — ἐκσαρκῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι να σχηματίσει σάρκα, να σαρκώσει, να πιάσει κρέας 2. μέσ. (για ελιές) χοντραίνω 3. (αμτβ.) είμαι εύσαρκος, σαρκώδης 4. βγάζω τη σάρκα (βλ. και εκσαρκίζομαι) … Dictionary of Greek
παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… … Dictionary of Greek
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek
υποπαχύνομαι — Α γίνομαι πυκνός ως προς τη σύσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παχύνομαι «χοντραίνω»] … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χοντρένω — Ν βλ. χοντραίνω … Dictionary of Greek