-
81 оправить
оправить 1-влю, -вишьρ.σ.μ.1. διορθώνω, τακτοποιώ, ισιάζω, διευθετώ συγυρίζω•постель συγυρίζω το κρεβάτι•
оправить скатерть διευθετώ το τραπεζομάντηλο.
2. παλ. δικαιολογώ απαλλάσσω, αθωώνω.1. διορθώνομαι, τακτοπο ιούμα ι, ευτρεπίζομαι, συγυρίζομαι.2. καλλιτερεύω τη θέση, την κατάσταση.3. αναλαβαίνω, δυναμώνω, ξεγυρίζω, γερεύω, αναρρώνω. || συνέρχομαι•оправить от смущения, испуга συνέρχομαι από την ταραχή, το φόβο.
оправить 2-влю, -вишьρ.σ.μ.συναρμόζω, ενδέω, σφηνώνω (διαμάντια, πολύτιμα πετράδια). || πλαισιώνω, προσαρμόζω. -
82 отладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.(γιαμηχανισμούς κ.τ.τ.)• διορθώνω, φτιάχνω, θεραπεϋω βλάβη• επισκευάζω. -
83 отредактировать
-рую, -руешьρ.σ.μ. (για κείμενο) συντάσσω• διορθώνω συντακτικά. -
84 переработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω μετατρέπω, μεταβάλλω•переработать лн επεξεργάζομαι το λινάρι.
|| χωνεύω, αφομοιώνω•желудок быстро -ал пищу το στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή.
2. ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι• διορθώνω•журналист -ал статью ο δημοσιογράφος ξαναδούλεψε το άρθρο.
|| μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ.3. εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες4. παραδουλεύω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.(1, 2 πρόσ. δεν έχει) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. || χωνεύω, αφομοιώνομαι, παρακουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι. -
85 перечинить
-чиню, -чинишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечиненный, βρ: -нен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. (επι)διορθώνω μπαλώνω(όλα, πολλά)•перечинить всё бель μπαλώνω όλα τα ρούχα.
2. επιδιορθώνω ξανά. || ξαναξύνω — карандаш поостре ξαναξύνω το μολύβι πιο μυτερό. -
86 подправить
ρ.σ.μ.1. διορθώνω, τακτοποιώ (λίγο, σε μερικά μέρη).2. γερεύω, δυναμώνω (λίγο).γερεύω, δυναμώνω (λίγο). -
87 подрегулировать
ρ.σ.μ. διορθώνω, κανονίζω, ρυθμίζω, φέρνω στη ακριβή θέση. -
88 подрисовать
ρ.σ.μ. σχεδιάζω, ιχνογραφώ, ζωγραφίζω συμπληρωματικά διορθώνω σχέδιο, εικόνα κ.τ.τ.φτιασιδώνω• βάφω. -
89 радио
ουδ. άκλ. ράδιο, ραδιόφωνο•слушать радио ακούω ράδιο•
работать по радио διορθώνω ράδια: включишь радио βάζω το ράδιο•
выключить радио σβήνω το ράδιο.
-
90 разделать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζω, -ομαι, ετοιμάζω, δουλεύω.2. μτφ. κανονίζω, διορθώνω, συνετίζω.3. διανοίγω, φαρδύνω οπή.1. απαλλάσσομαι, γλυτώνω• ξεφορτώνομαι• απελευθερώνομαι• ξεμπλέκω.2. λογαρ ιάζομα ι, λύνω τις διαφορές• εκδικούμαι. -
91 расправить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ισιάζω, ομαλύνω• τεντώνω•расправить проволоку ισιάζω το σύρμα•
расправить бумагу ισιάζω το χαρτί.
2. διευθετώ, τακτοποιώ• διορθώνω.ευθειάζομαι, γίνομαι ίσιος• ομαλύνομαι. || εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνομαι (για δίπλες, ρυτ ίδες κλπ.). -
92 расхлебать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расхлбанный, βρ: -бан, -а, -о (απλ.).1. τρώγω όλο, ως το τέλος•расхлебать щи τρώγω όλη τη λαχανόσουπα.
2. μτφ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω • διορθώνω, επανατακτοποιώ. -
93 ретушировать
-рую, -руешьρ.δ. и.σ.μ. διορθώνω, ρετουσάρω. -
94 справить
ρ.σ.μ.1. γιορτάζω•справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•
справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•
справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.
2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.5. διορθώνω, επισκευάζω.1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•
тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.εκφρ.не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι. -
95 уладить
улажу, уладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. τακτοποιώ, διευθετώ• διακανονίζω, ρυθμίζω• εξομαλύνω•уладить дело τακτοποιώ την υπόθεση•
вопрос διευθετώ το ζήτημα.
|| συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω•уладить упрямцев συμφιλιώνω τους πεισματάρηδες.
2. ευθετίζω, συγυρίζω. || διορθώνω, επανορθώνω• ξαναφτιάχνω.τακτοποιούμαι, διευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. всё -лось όλα τακτοποιήθηκαν. -
96 устранить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устранённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. απομακρύνω• αίρω, αφαιρώ• εξαλείφω• αποβάλλω•устранить препятствие (преграду) с пути καθαρίζω τα εμπόδια από το δρόμο•
-недостатки в работе εξαλείφω τις αδυναμίες στη δουλειά•
устранить дурную привычку αποβάλλω κακή συνήθεια.
|| διορθώνω, θεραπεύω•устранить аварию θεραπεύω τη βλάβη.
2. απομακρύνω (από κατεχόμενη θέση), απολύω, αποβάλλω, διώχνω•его -ли с института τον έδιωξαν από το ινστιτούτο•
-ли его от руководства партии τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση του κόμματος.
1. απομακρύνομαι θεληματικά, αποχωρώ, φεύγω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.2. εξαλείφομαι, χάνομαι, σβήνω, εκλείπω•-лись недоразумения εξέλειψαν οι παρεξηγήσεις.
-
97 amender
1) διορθώνω2) εμπλουτίζω3) τροποποιώ -
98 kárat
1) διορθώνω2) επικρίνω3) επιπλήττω4) κατσαδιάζω -
99 napravit
1) διορθώνω2) μεταρρυθμίζω -
100 opravit
1) διορθώνω2) φτιάχνω
См. также в других словарях:
διορθώνω — διορθώνω, διόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] … Dictionary of Greek
επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek