Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διορθώνω

  • 61 amend

    [ə'mend]
    (to correct or improve: We shall amend the error as soon as possible.) διορθώνω, βελτιώνω

    English-Greek dictionary > amend

  • 62 emend

    [i:'mend]
    (to correct errors in (a book etc): The editor emended the manuscript.) διορθώνω

    English-Greek dictionary > emend

  • 63 remedy

    ['remədi] 1. plural - remedies; noun
    (a cure for an illness or something bad: I know a good remedy for toothache.) θεραπεία, γιατρειά/ γιατρικό
    2. verb
    (to put right: These mistakes can be remedied.) διορθώνω, θεραπεύω

    English-Greek dictionary > remedy

  • 64 revise

    1) (to correct faults and make improvements in (a book etc): This dictionary has been completely revised.) διορθώνω, αναθεωρώ
    2) (to study one's previous work, notes etc in preparation for an examination etc: You'd better start revising (your Latin) for your exam.) κάνω επανάληψη
    3) (to change (one's opinion etc).) αναθεωρώ

    English-Greek dictionary > revise

  • 65 заглаживать

    [ζαγκλάζυβατ'] ρ. ισιώνω, (μεταφ.) διορθώνω

    Русско-греческий новый словарь > заглаживать

  • 66 исправлять

    [ισπραβλγιάτ'] ρ. διορθώνω

    Русско-греческий новый словарь > исправлять

  • 67 корректировать

    [καρρικτίραβατ"] ρ. διορθώνω

    Русско-греческий новый словарь > корректировать

  • 68 заглаживать

    [ζαγκλάζυβατ'] ρ ισιώνω, (μεταφ) διορθώνω

    Русско-эллинский словарь > заглаживать

  • 69 исправлять

    [ισπραβλγιάτ'] ρ διορθώνω

    Русско-эллинский словарь > исправлять

  • 70 корректировать

    [καρρικτίραβατ"] ρ διορθώνω

    Русско-эллинский словарь > корректировать

  • 71 доделать

    ρ.σ.μ. αποκάμνω, αποπερατώνω, αποτελειώνω. || επεξεργάζομαι, διορθώνω συμπ -μπληρωματικά.

    Большой русско-греческий словарь > доделать

  • 72 корректив

    α.
    διόρθωση•

    внести корректив διορθώνω.

    Большой русско-греческий словарь > корректив

  • 73 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 74 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 75 недочёт

    α.
    1. έλλειμμα•

    в кассе обнаружен недочёт στο ταμείο βρέθηκε έλλειμμα.

    2. πλθ. -ы ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη•

    исправить -ы в работе διορθώνω τις ελλείψεις στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > недочёт

  • 76 неисправность

    θ.
    1. βλάβη, ζημιά, χάλασμα, αβαρία εμπλοκή•

    неисправность телевизора βλάβη του δέκτη τηλεόρασης•

    устранить неисправность διορθώνω τη βλάβη•

    неисправность пулемта εμπλοκή πολυβόλου.

    2. το ατακτοποίητον, ασυγυρισιά, ατημέλεια.

    Большой русско-греческий словарь > неисправность

  • 77 обладать

    ρ.δ. (με δοτ.)
    1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.
    2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•

    обладать талантом έχω ταλέντο•

    обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•

    обладать голосом έχω καλή φωνή•

    обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.

    3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.
    εκφρ.
    обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.
    τακτοποιούμαι•

    дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обладать

  • 78 образумить

    -млю, -мишь
    ρ.σ.μ. συνετίζω, σώφρων ίζω, βάζω μυαλό, διορθώνω.
    λογικεύομαι, βάνω μυαλό, σώφρωνίζομαι, συνετίζομαι. || παλ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου.

    Большой русско-греческий словарь > образумить

  • 79 обчинить

    -иню, -йнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обчиненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. (ε-πι)διορθώνω• μπαλώνω•

    обчинить всех детей μπαλώνω τα ρούχα όλων των παιδιών.

    Большой русско-греческий словарь > обчинить

  • 80 оплошность

    θ.
    απροσεξία• λάθος•

    малейшая оплошность το παραμικρό λάθος•

    допустить κάνω λάθος•

    исправить оплошность διορθώνω το λάθος.

    || αστοχία.

    Большой русско-греческий словарь > оплошность

См. также в других словарях:

  • διορθώνω — διορθώνω, διόρθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] …   Dictionary of Greek

  • επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν …   Dictionary of Greek

  • αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… …   Dictionary of Greek

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»