-
61 amend
[ə'mend](to correct or improve: We shall amend the error as soon as possible.) διορθώνω, βελτιώνω -
62 emend
[i:'mend](to correct errors in (a book etc): The editor emended the manuscript.) διορθώνω -
63 remedy
-
64 revise
1) (to correct faults and make improvements in (a book etc): This dictionary has been completely revised.) διορθώνω, αναθεωρώ2) (to study one's previous work, notes etc in preparation for an examination etc: You'd better start revising (your Latin) for your exam.) κάνω επανάληψη3) (to change (one's opinion etc).) αναθεωρώ•- revision -
65 заглаживать
[ζαγκλάζυβατ'] ρ. ισιώνω, (μεταφ.) διορθώνω -
66 исправлять
[ισπραβλγιάτ'] ρ. διορθώνω -
67 корректировать
[καρρικτίραβατ"] ρ. διορθώνω -
68 заглаживать
[ζαγκλάζυβατ'] ρ ισιώνω, (μεταφ) διορθώνω -
69 исправлять
[ισπραβλγιάτ'] ρ διορθώνω -
70 корректировать
[καρρικτίραβατ"] ρ διορθώνω -
71 доделать
ρ.σ.μ. αποκάμνω, αποπερατώνω, αποτελειώνω. || επεξεργάζομαι, διορθώνω συμπ -μπληρωματικά. -
72 корректив
-а α.διόρθωση•внести корректив διορθώνω.
-
73 ладить
лажу, ладишьρ.δ.1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•ладить со всеми τά χω καλά με όλους•
один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•
они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).
2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•
ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.
3. σκοπεύω, προτίθεμαι.4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.
1. ταιριάζω•беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. -
74 наладить
-лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•
наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.
2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•-лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.
-
75 недочёт
-а α.1. έλλειμμα•в кассе обнаружен недочёт στο ταμείο βρέθηκε έλλειμμα.
2. πλθ. -ы ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη•исправить -ы в работе διορθώνω τις ελλείψεις στη δουλειά.
-
76 неисправность
-и θ.1. βλάβη, ζημιά, χάλασμα, αβαρία εμπλοκή•неисправность телевизора βλάβη του δέκτη τηλεόρασης•
устранить неисправность διορθώνω τη βλάβη•
неисправность пулемта εμπλοκή πολυβόλου.
2. το ατακτοποίητον, ασυγυρισιά, ατημέλεια. -
77 обладать
обладать 1ρ.δ. (με δοτ.)1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•обладать талантом έχω ταλέντο•
обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•
обладать голосом έχω καλή φωνή•
обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.
3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.εκφρ.обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.обладать 2-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.τακτοποιούμαι•дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.
-
78 образумить
-млю, -мишьρ.σ.μ. συνετίζω, σώφρων ίζω, βάζω μυαλό, διορθώνω.λογικεύομαι, βάνω μυαλό, σώφρωνίζομαι, συνετίζομαι. || παλ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου. -
79 обчинить
-иню, -йнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обчиненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. (ε-πι)διορθώνω• μπαλώνω•обчинить всех детей μπαλώνω τα ρούχα όλων των παιδιών.
-
80 оплошность
-и θ.απροσεξία• λάθος•малейшая оплошность το παραμικρό λάθος•
допустить κάνω λάθος•
исправить оплошность διορθώνω το λάθος.
|| αστοχία.
См. также в других словарях:
διορθώνω — διορθώνω, διόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] … Dictionary of Greek
επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek