-
41 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
42 редактировать
1. (проверять) συντάσσω, επιμελούμαι, ελέγχω και διορθώνω 2. (руководить изданием) διευθύνω τη σύνταξη (περιοδικού, βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редактировать
-
43 ретуш/ёр
ο διορθωτής, ο ρετουσέρ (ξεν.)- ирование η διόρθωση, το ρετουσάρισμα-ировать διορθώνω, ρετουσάρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ретуш/ёр
-
44 сбой
(нарушение работы) η βλάβη, το σταμάτημα, η παύση, η αστοχία'Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбой
-
45 сторнировать
(бухг.) διορθώνω (το λάθος/σφάλμα στα λογιστικά βιβλία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сторнировать
-
46 чинар(а) см платан восточный
1. (устранять неисправность, делать годным для употребления) επισκευάζω 2. (делать острым конец чего-л.) κάνω αιχμηρόξύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чинар(а) см платан восточный
-
47 чинить
1. (устранять неисправность, делать годным для употребления) επισκευάζω 2. (делать острым конец чего-л.) κάνω αιχμηρόξύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чинить
-
48 дорабатывать
дорабатыватьнесов, доработать сов (заканчивать) ἀποτελειώνω, φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνω ἐργασία[ν]:\дорабатывать проект διορθώνω καί τελειώνω τό σχέδιο. -
49 корректив
коррективм ἡ διόρθωση [-ις]:внести́ \коррективы διορθώνω κάτι. -
50 корректура
коррект||у́раж полигр.1. (действие) ἡ διόρθωση [-ις]:держать, править \корректурау́ру διορθώνω τό τυπογραφικό δοκίμιο·2. (оттиск) τό τυπογραφικό δοκίμιο, οἱ διορθώσεις. -
51 недочет
недочетм1. (недостача) ἡ ἐλλειψη, τό ἐλλειμμα·2. (промах, погрешность) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀδυναμία, τό λάθος:исправить \недочеты в работе διορθώνω τις ἐλλείψεις τῆς δουλείας. -
52 неисправность
неисправностьж ἡ βλάβη, ἡ κακή κατάσταση:\неисправность аппаратуры ἡ κακή κατάσταση τῶν μηχανημάτων быть в\неисправностьости ἔχω βλάβη· устранить \неисправностьости διορθώνω τή βλάβη. -
53 неполадки
неполадкимн. разг οἱ ἀνωμαλίες, οἱ ἀδυναμίες, τά στραπάτσα:организационные \неполадки οἱ ὁργανωτικές ἀνωμαλίες· исправить \неполадки διορθώνω τίς ἀδυναμίες. -
54 одергивать
одергиватьнесов1. (платье и т. п.) τακτοποιώ, διορθώνω, ίσάζω·2. (кого-л.) перен разг ἀποστομώνω, ἀποπαίρνω, σταματώ. -
55 оправить
оправитьсов, оправлять несов1. (поправлять) διορθώνω, τακτοποιώ, ίσιάζω·2. (вставлять в оправу) βάζω σέ κορνίζα, δένω (драгоценные камни и т. п.)Ι προσαρμόζω σέ σκελετό (очки). -
56 переделывать
переделыватьнесов τροποποιώ, μεταποιώ, ἀλλάζω (делать иначе) / διορθώνω (исправлять) / ἐπιδιορθώνω (перерабатывать):\переделывать платье μεταποιώ τό φουστάνι· \переделывать статье κάνω ἀλλαγές στό ἄρθ-ρο. -
57 перекладывать
перекладыватьнесов1. (перемещать) μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω·2. перен (ответственность, вину) ἀποδίδω, ἐπιρρίπτω, τά φορτώνω·3. (переделывать) ἐπισκευάζω, διορθώνω, ξαναχτίζω:\перекладывать печь ἐπιδιορθώνω Τήν σόμπα·4. (чем-л.) ἀμ-παλλαρω, συοκευάζω:\перекладывать посу́ду соло́мой ἀμπαλλαρω τα γυαλικά μέ ἀχυρα·5. муз. μβτατονίζω, διασκευάζω. -
58 переправлять
переправлятьнесов1. (через что-л.) διαπεραιώνω, διαπορθμεύω·2. (пересылать) μεταβιβάζω, διαβιβάζω·3. (исправлять, переделывать) разг διορθώνω. ! \переправляться διασχίζω, διαβαίνω, περνώ. -
59 подправить
подправитьсов, подправлять несов ἐπισκευάζω, (έπι)διορθώνω. -
60 поправляться
поправлять||ся1. (выздоравливать) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω, ἀναλαμβάνω, θεραπεύομαι·2. (полнеть) παχαίνω, παχύνω, χοντραίνω:вы очень поправились παχύνατε πολύ, δυναμώσατε καλά·3. (исправлять свою ошибку) διορθώνω τό λάθος μου, τό σφάλμα μού4. (о делах) διορθώνομαι.
См. также в других словарях:
διορθώνω — διορθώνω, διόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
διορθώνω — διόρθωσα, διορθώθηκα, διορθωμένος 1. αποκαθιστώ την τάξη, απαλλάσσω από σφάλματα: Ο καθηγητής διορθώνει τα γραπτά. 2. βελτιώνω, επισκευάζω κάτι: Η συμπεριφορά του δε διορθώνεται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] … Dictionary of Greek
επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ανακέομαι — ἀνακέομαι (Α) 1. επισκευάζω, διορθώνω 2. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκέομαι «επιδιορθώνω, επισκευάζω»] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek