Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δι(α)-ενεκ-ής

См. также в других словарях:

  • ἕνεκ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

  • βεληνεκές — το η απόσταση, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο βολής ως το σημείο πτώσης του βλήματος πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επίθ. βεληνεκής < βέλος + ηνεκής < (θ.) ενεκ του αόρ. β ήνεγκον του ρ. φέρω (πρβλ. αρχ. διηνεκής,… …   Dictionary of Greek

  • διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ …   Dictionary of Greek

  • επιμέμφομαι — (AM ἐπιμέμφομαι) [μέμφομαι] επιρρίπτω μομφή σε κάποιον, κατακρίνω («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται») αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον οργισμένος εναντίον του για κάτι (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης») 2. έχω παράπονο για κάτι …   Dictionary of Greek

  • κεντρηνεκής — κεντρηνεκής, ές (Α) (για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ηνεκής. Το β συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. ενεκ ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν,… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …   Dictionary of Greek

  • ποδηνεκής — ές, Α αυτός που φτάνει ώς κάτω στα πόδια (α. «ἑέσσατο δέρμα λέοντος... ποδηνεκές», Ομ. Ιλ. β. «ἐσθὴς ποδηνεκής», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ηνεκής (< θ. ενεκ τού αορ. ἐνεγκεῖν* τού φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως …   Dictionary of Greek

  • συνεισένεξις — έξεως, ἡ, Α συνεισφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. συν εισ ενεκ τού συνεισ φέρω (πρβλ. αόρ. β συν εισ ήνεγκον, βλ. λ. ἐνεγκεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • τοίνυν — Α (συμπερ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση αυτού που μιλάει για τα λεγόμενά του: λοιπόν, επομένως, γι αυτό («χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων αναπιτνάμεν», Πίνδ.) 2. για να εισαγάγει λογικό συμπέρασμα («οὐ… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»