-
1 δημοκρατία
δημοκρατίᾱ, δημοκρατίαdemocracy: fem nom /voc /acc dualδημοκρατίᾱ, δημοκρατίαdemocracy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δημοκρατίαι, δημοκρατίαdemocracy: fem nom /voc plδημοκρατίᾱͅ, δημοκρατίαdemocracy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δημοκρατίᾳ
Βλ. λ. δημοκρατία -
3 δημοκρατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκρατία
-
4 δημοκρατία
republicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δημοκρατία
-
5 δημοκρατίας
δημοκρατίᾱς, δημοκρατίαdemocracy: fem acc plδημοκρατίᾱς, δημοκρατίαdemocracy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 δημοκρατίαι
δημοκρατίαdemocracy: fem nom /voc plδημοκρατίᾱͅ, δημοκρατίαdemocracy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 δημοκρατίαν
δημοκρατίᾱν, δημοκρατίαdemocracy: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 δημοκρατίαις
δημοκρατίαdemocracy: fem dat pl -
9 δημοκρατίην
δημοκρατίαdemocracy: fem acc sg (epic ionic) -
10 πολιτεύω
A- σω Th.1.19
, X.HG2.3.2:— to be a citizen or freeman, live in a free state, Th.2.46, 3.34,4.114, X.An.3.2.26;οἴκοι π. SIG306.21
(Tegea, iv B. C.);π. παρά τισι X.HG1.5.19
; πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ, = μετοικῶν, Schwyzer 425.5 (Elis, iii/ii B.C.); κατὰ νόμους π., opp. monarchy, Plb.4.76.2: more freq. in [voice] Med., v. infr.2 have a certain form of government, administer the state,κατ' ὀλιγαρχίαν π. Th.1.19
, 3.62;π. ὥσπερ εἰώθεσαν Id.4.130
;κατὰ τὰ ἴδια κέρδη π. Id.2.65
;πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος X.HG1.4.13
;ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Th.2.37
:—[voice] Pass., of the state, to be governed,τὰς εὖ -ευομένας πόλεις Isoc.6.35
, cf. Pl.R. 427a, etc.;ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ -ευθείη X. Mem.4.4.16
; τὰ πεπολιτευμένα αὐτοῖς the measures of their administration, D.1.28;τὰ κοινῇ πεπ. Id.18.8
, cf. Isoc.16.45, etc.b [voice] Pass., in Law, to be customary,τὸ μέχρι νῦν -ευόμενον Just.Nov.73.8.2
, cf. 52 Praef.; ἡ -ευομένη τῆς ἀρτάβης (sc. τιμή) customary price, PGiss. 105.7 (v A.D.).3 [voice] Pass., to be made a citizen,τοὺς ἐπὶ Τέλωνος πολιτευθέντας D.S.11.72
.B most freq. in [voice] Med., [tense] fut.πολιτεύσομαι Ar.Eq. 1365
, X.Ath. 3.9: [tense] aor.ἐπολιτευσάμην And.2.10
, D.18.207; also [voice] Pass.ἐπολιτεύθην Th.6.92
, Lys.26.5, ([etym.] ἐν-) Isoc.5.5, etc.: [tense] pf.πεπολίτευμαι Lys.25.10
, D.13.35, etc.:—like the [voice] Act., live as a free citizen, chiefly in Prose (once in E. (v. infr.), twice in Ar. (v. infr.));π. μεθ' ὑμῶν And.
l. c.;ἐν δημοκρατίᾳ X.Cyr.1.1.1
, etc.; ; opp. μετοικέω, Lys.12.20;ἐν εἰρήνῃ X.HG2.4.22
;ἀδίκως πρὸς τοὺς ἄλλους π. Lys.14.42
;εἰ πένης.. λαὸς πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ E.Fr.21
.II take part in the government, Critias 45 D., Th.2.15 (as v.l.), Nausiph.2, Hyp.Eux.27, D.18.18; meddle with politics, Pl.R. 561d; opp. ἰδιωτεύειν, Aeschin.1.195; hold public office, show public spirit, IG4.858 (Methana, cf. Glotta14.78), SIG850.14 (Epist. Antonini Pii), etc.2 c. acc., administer, govern, ;τὰ καθ' αὑτοὺς πολιτεύεσθαι D.10.74
;ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Id.18.4
; οὐ τὰ βέλτιστα π. ib.207; π. πόλεμον ἐκ πολέμου make perpetual war the principle of government, Aeschin.2.177: abs., conduct the government, Ar.Eq. 1365;κατὰ συμμορίας D. 2.29
;διὰ τοὺς ἀδίκως -ομένους ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δημοκρατία γίγνεται Lys.25.27
; ; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Id.3.30, 24.157.III have a certain form of government,τοὺς ἄριστα τῶν ἄλλων πολιτευομένους Isoc.3.24
;ἡμῶν ἐγγὺς π. Pl.R. 568b
; κατὰ τὰ πάτρια π. Decr. ap. And.1.83; οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, i. e. those living in an oligarchy or a tyranny, Aeschin.1.5.IV serve as curialis, Mitteis Chr. 97i18 (iv A. D.), PLips. 62i2 (iv A. D.), POxy.2106.19 (iv A.D.), etc.V in Law, execute according to custom,διαθήκας Just.Nou.66.1
Intr.VI deal with, in private affairs,ἀλλήλοις PHib.1.63.11
(iii B. C.);πρὸς [τοὺς θεοὺς] ὁσίως καὶ δικαίως UPZ144.14
, cf. 110.78 (ii B.C.), LXX 2 Ma.11.25, Aristeas 31, Act.Ap.23.1;π. πᾶσαν πολιτείαν κατὰ τὸν ἰουδαϊσμόν BCH56.293
(Stobi, i/ii A. D.); behave, Ep.Phil.1.27.b metaph., arrange, bring about, συνοδίαν, γάμον, Charito 1.1, 2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεύω
-
11 δημοκρατιών
δημοκρατίαdemocracy: fem gen plδημοκρατίζωto be on the democratic side: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
12 δημοκρατιῶν
δημοκρατίαdemocracy: fem gen plδημοκρατίζωto be on the democratic side: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 δημοκρατίη
-
14 δημοκρατίῃ
-
15 δημοκρατίηι
δημοκρατίῃ, δημοκρατίαdemocracy: fem dat sg (epic ionic) -
16 δημαρχία
δημαρχ-ία, ἡ,2 = δημοκρατία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημαρχία
-
17 μέτριος
I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt. 338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e.II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of.., X. Cyr.2.4.14.III mostly of Degree, moderate, ;μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp. 1059
(lyr.);μ. χάρις E.IA 554
(lyr.);σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3
; τὸ μ. the mean, S.OC 1212 (lyr.), cf. Pl.Lg. 719e, Plt. 284e;ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol. 1295b4
;περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5
;πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4
;ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f
;τὰ μ. E.Med. 125
(anap.);εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id. Ion 632
;τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22
;μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137
; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp. 253 (anap.);μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων.. κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr. 503
(anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30;βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R. 466b
; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg. 511e;μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol. 1292b26
; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor,μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7
(iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd. 117b.2 tolerable,οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph. 179
(lyr.);ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El. 140
(lyr.);μ. ἄχθος E.Alc. 884
(anap.); ; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84;τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4
; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165;ἐπὶ μετρίοις Th.4.22
; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; - ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol. 1289b4, cf. Men.532.17 ([comp] Sup.).3 of Persons, moderate in desires and the like , temperate, Ar.Pl. 245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89
;μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 816b
;σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170
;ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17
; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) (lyr.), cf. Fr. 967 (lyr.);εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel. 1105
; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R. 396c, etc.; a favourite word in democratic states,μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185
; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards.., Th.1.77.B Adv. μετρίως moderately, within due limits,ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161
; in due measure, neither exaggerating nor depreciating,εἰπεῖν Th.2.35
; ;μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171
; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht. 191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32;μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd. 305d
: [comp] Comp. μετριώτερον (infr. 3), also - ωτέρως Arist.HA 587a1: [comp] Sup. - ώτατα Th.6.88, etc.2 enough,μ. κεχόρευται Ar.Nu. 1511
(anap.);μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969
; moderately, pretty well,ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg. 936b
;σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19
; μ. [λέγειν] Men.Pk. 262;ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht. 161b
.3 modestly, temperately, , cf. HF 709;ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20
;μ. βεβιωκώς Lys. 16.3
(but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8);πενθεῖν μ. Antiph.53.1
;φέρειν Plb.3.85.9
; on fair terms,μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19
, cf. 20: [comp] Comp. - ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7
.4μ. ἔχειν
to be in 'middling' health,PLips.
108.6 (ii/iii A. D.).II neut. μέτριον and μέτρια as Adv.,μέτριον ἔχειν Pl.Lg. 846c
(sed leg. μέτρον); μέτρια βασανισθείς Id.Sph. 237b
: also with Art.,τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26
;τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19
, cf. 8.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτριος
-
18 μήτηρ
μήτηρ, [dialect] Dor. [full] μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος [var] contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., asA ; ; μητέρος in iambics, E.HF 843, Or. 580, Rh. 393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:— mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA 553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in pl., mother and grandmother, Plu. Agis9; as an address to elderly women,ὦ μῆτερ D.S.17.37
, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU 362 xi 16 (iii A.D.).2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth,γῆ πάντων μ. Hes.Op. 563
;πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο.. ματέρος Pi.P.4.74
;γῆ μήτηρ A.Th.16
, etc.;ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp. 601
; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78;ὦ Πὰν.., Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95
, cf. E.Hel. 1355 (lyr.);μ. ὀρεία Ar.Av. 746
(lyr.);Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121
; M. (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.).3 freq. of one's native land,μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1
, cf. P.8.98, A.Th. 416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100;ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph. 326
.II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1;πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th. 225
;ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph. 1361
; of night, as the mother of day, A.Ag. 265; the grape of wine, Id.Pers. 614, cf. E. Alc. 757;ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6
; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj. 174 (lyr.): also in Prose,γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17
; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg. 693d. (Cf. Lat. mater, OE. módor, etc.) -
19 νεανικός
1 fresh, active, vigorous, fine,νεανικώτατε Id.Eq. 611
; κρέας ν. a fine large piece, Id.Pl. 1137;λοπάς Alex.188.2
; of trees, Thphr.HP5.1.11 ([comp] Comp.); more splendid,Pl.
R. 363c.2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον the most dashing feat, Ar.V. 1205;ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R. 563e
;γενναῖον καὶ ν. ἔρωτα Id.Ly. 204e
;ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R. 503c
;μέγα καὶ ν. φρόνημα D.3.32
;οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131
, cf. 201.3 in bad sense, headstrong, insolent,τὸ ν. τοῦ λόγου Pl.Grg. 508d
; ἢ σοῦ τις -ώτερος ib. 509a;δημοκρατία ἡ -ωτάτη Arist.Pol. 1296a4
.4 of things, vehement, mighty,ψῦξις -ωτάτη Hp.VM16
;αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134
; ;βούλευμα Id.Fr.185.6
: freq. in later Prose,ἐπιθυμία ν. Arist.EN 1148a21
; ; νόσημα ib. 602b29;χειμών Thphr.Ign.17
.II Adv. - κῶς in a youthful manner,ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς ν. X.Eph.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεανικός
-
20 νεώτερος
A younger,γενεῆφι ν. Il.
21.439;ὢν φύσει ν. S.OC 1295
; too young, Od.21.132; a minor, Th. 3.26;οἱ ν.
men of military age,Id.
5.50; τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. ib.64: c. gen., οἱ ν. τῶν πεπραγμένων those who are too young to remember the events, D.18.50; οἱ ν. the new school, of poets, Cic.Att.7.2.1; of poets later than Homer, Sch.Il.16.574, 24.257.2 [comp] Sup.,γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων Il.7.153
, etc.; ἡ ν. δημοκρατία, opp. ἡ πατρία δ., Arist.Pol. 1305a29.II of events, newer, more recent,νεώτερον κακόν Pi.P.4.155
; of recent origin,Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.Mus.p.108K.
: metaph., later, worse,ν. βούλευμα S.Ph. 560
; νεώτερον πρήσσειν contrive calamity, injury, Hdt.5.106: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] Id.8.21
;δέδοικα μή τι δρᾷ ν. Ar.Ec. 338
, cf. Pi.Fr.107.6, Theoc.24.40; μή τι ν. ἀγγέλλεις; Pl.Prt. 310b;νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Th.1.132
;κατὰ τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.142
;περὶ πόλιν Ἑλλάδα Id.5.93
;νεώτερα βουλεύειν περί τινος Id.1.210
; .2 freq. of rebellion or violent revolution,ν. τι ποιέειν Hdt.5.35
, etc.; ν. πρήγματα πρήξειν ib.19;νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν Isoc.7.59
, X.HG5.2.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεώτερος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δημοκρατία — δημοκρατίᾱ , δημοκρατία democracy fem nom/voc/acc dual δημοκρατίᾱ , δημοκρατία democracy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
δημοκρατίᾳ — δημοκρατίαι , δημοκρατία democracy fem nom/voc pl δημοκρατίᾱͅ , δημοκρατία democracy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατία — η πολίτευμα με αιρετό ανώτατο άρχοντα, στο οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται απ’ αυτόν και το σώμα των εκλεγμένων αντιπροσώπων του: Η χώρα μας έχει ως πολίτευμα την κοινοβουλευτική δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπουριατίας, Αυτόνομη Δημοκρατία — Δημοκρατία της Ρωσίας (351.300 τ. χλμ., 1.034.800 κάτ.). Βρίσκεται στην Υπερβαϊκάλη και συνορεύει στα Ν με τη Μογγολία. Ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου 1923. Η εθνική της σύνθεση αποτελείται από Μπουριάτες, Ρώσους, Ουκρανούς και Τάταρους. Πρωτεύουσα είναι … Dictionary of Greek
Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών — Ονομασία που δόθηκε στις βόρειες επαρχίες των Κάτω Χωρών το 1579, όταν ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες υπό τον Γουλιέλμο τον Σιωπηλό. Bλ. λ. Ολλανδία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek