Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δερματίνη

См. также в других словарях:

  • δερμάτινη — η τεχνητή ουσία που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων ειδών που μοιάζουν με δερμάτινα …   Dictionary of Greek

  • δερματίνη — δερμάτινος of skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνῃ — δερμάτινος of skin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ZONAE — I. ZONAE quantum ad nostrum attinet institutum, sunt circuli quidam lati, caelum, terramque veluti cingulâ quâdam ambientes. Sunt autem numerô quinque: ex quibus media, quae inter Tropicos est, nimiô calore parum apta creditur habitationi: duae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • ASCUS — I. ASCUS Gigas, qui Dionysium vinctum cum Lycurgo in fluvium coniecit. Steph. in Damasco. II. ASCUS in suspenso, in L. Sal. quid sit, hinc forte patebit Ascus, navicula seu scapha est, Anglo Saxonibus Asc: secundum quosdam ex Graeco ἀςκὸς, utris …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PECORIS usus quadruplex — iuxta Tullium Tusculan. l. 1. Videmus, ait, multitudinem pecudam, partim ad vescendum, partim ad cultus agrorum, partim ad vehendum, partim ad corpora vestienda. Ad vestendum utiles olim erant mundae omnes, ex Lege, i. e. quotquot ruminant… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»