Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρέφωσις

См. также в других словарях:

  • στρέφωσις — ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις …   Dictionary of Greek

  • στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… …   Dictionary of Greek

  • στέρφωσις — και στρέφωσις, ώσεως, ἡ, Α [στερφώ] η ενέργεια τού στερφῶ*, κάλυψη με δορά, με δέρμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»