Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δενδράς

См. также в других словарях:

  • δενδράς — δενδράς, η (Α) έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)] …   Dictionary of Greek

  • δενδράς — wooded fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρά — δενδράς wooded fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδράδα — δενδράς wooded fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδράδες — δενδράς wooded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδράδι — δενδράς wooded fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδράδων — δενδράς wooded fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδράσι — δενδράς wooded fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»