Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δενδραῖος

См. также в других словарях:

  • δενδραίος — δενδραῑος, α, ον (Α) [δένδρον] όποιος παράγεται ή προέρχεται από δένδρο …   Dictionary of Greek

  • δενδραίην — δενδραῖος produced by trees fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»