Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δενδρίον

См. также в других словарях:

  • δενδρίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρίον — το βλ. δεντρί …   Dictionary of Greek

  • δενδρία — δενδρίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρίῳ — δενδρίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεντρί — το (AM δενδρίον) μικρό δένδρο νεοελλ. παροιμ. «όντας γεράσει το δεντρί, ξεράδια δεν τού λείπουν» ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει πάντοτε ενοχλήσεις στην υγεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρίον, από τον οποίο προέρχεται ο νεοελλ. τ. δεντρί, είναι… …   Dictionary of Greek

  • CONNARUS Alexandrina — alias Lotos Libyca vel Cyrenaica, apud Alexandrinos, in secundis mensis plurimum olim commendabatur: cuius Historia apud Athenaeum, Agathoclis Cyziceni verbis depingitur, ubi ille inter alia δενδρίον vocat, haudque inferiorem ulmô et piceâ,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… …   Dictionary of Greek

  • δενδρίων — δένδρον tree neut gen pl (doric) δενδρίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»