Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σταφυλό-

См. также в других словарях:

  • κορκοστάφυλο — το δημώδης ονομασία μιας ποικιλίας σταφυλιού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορκός + στάφυλο (< σταφύλι), πρβλ. κρασο στάφυλο, φραγκο στάφυλο] …   Dictionary of Greek

  • Φράγκος — ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν 1. κάτοικος τής δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση 2. Ρωμαιοκαθολικός νεοελλ. στον πληθ. οι Φράγκοι γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • Αλήτιδες ημέραι — Αθηναϊκή εορτή της Ηριγόνης, της Ηούς ή της Ηριγένειας, κόρης του Ικάριου, που γέννησε από τον Απόλλωνα τον Στάφυλο …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»