-
1 σταφυλο-τόμος
σταφυλο-τόμος, Trauben abschneidend; – τὸ σταφυλοτόμον, ein Messer zum Operiren des geschwollenen Zapfens im Munde, Paul. Aeg.
-
2 σταφυλο-τομέω
σταφυλο-τομέω, Trauben abschneiden; – den geschwollenen Zapfen im Schlunde schneiden, operiren, Artemid. 3, 46.
-
3 σταφυλο-τομία
σταφυλο-τομία, ἡ, das Traubenabschneiden (?).
-
4 σταφυλο-φόρος
σταφυλο-φόρος, Trauben tragend; – μόριον, der Zapfen im Munde, Arist. H. A. 1, 11.
-
5 σταφυλο-καύστης
σταφυλο-καύστης, ὁ, den Zapfen brennend, Paul. Aeg.
-
6 σταφυλο-κλοπίδης
σταφυλο-κλοπίδης, ὁ, Traubendieb, Leon. Al. 42 (IX, 348).
-
7 σταφυλο-δρόμοι
σταφυλο-δρόμοι, οἱ, nach Hesych. u. B. A. 305 Leute, die mit Kränzen am Feste der Κάρνεια in Lacedämon liefen, ἐπευχόμενοί τι τῇ πόλει χρηστόν.
-
8 σταφυλο-βολεῖον
σταφυλο-βολεῖον u. σταφυλοβόλιον, τό, Ort, wohin die gesammelten Trauben zum Keltern gelegt werden, Poll. 7, 151 u. 1, 246.
-
9 σταφυλο-λόγος
σταφυλο-λόγος, Trauben lesend, Hesych.
-
10 σταφυλοβολεῖον
A vat or basket in which grapes are put for pressing.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοβολεῖον
-
11 σταφυλοδρόμας
στᾰφῠλο-δρόμας, α, ὁ, a religious official at Sparta, IG5(1).650,651; [suff] στᾰφῠλο-δρόμος in AB305, Hsch.; expld. as participants in a ceremonial pursuit at the Carneia, AB l.c.; as παρορμῶντες τοὺς ἐπὶ τρύγῃ, Hsch. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοδρόμας
-
12 σταφυλοκλοπίδης
A grape-stealer, AP9.348 (Leon.Alex.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοκλοπίδης
-
13 σταφυλόδενδρον
στᾰφῠλό-δενδρον, τό,A bladder-nut, Staphylea pinnata, Plin.HN16.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλόδενδρον
-
14 σταφυλοκάτοχον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοκάτοχον
-
15 σταφυλοκαύστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοκαύστης
-
16 σταφυλολόγον
A v. σταχυολόγον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλολόγον
-
17 σταφυλοτομέω
A cut grapes, or excise the uvula; a play on both meanings in Artem.3.46 ([voice] Pass.): the latter sense in Vett.Val.127.20 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοτομέω
-
18 σταφυλοτομία
στᾰφῠλο-τομία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοτομία
-
19 σταφυλοτόμον
στᾰφῠλο-τόμον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοτόμον
-
20 σταφυλοφόρος
στᾰφῠλο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοφόρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κορκοστάφυλο — το δημώδης ονομασία μιας ποικιλίας σταφυλιού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορκός + στάφυλο (< σταφύλι), πρβλ. κρασο στάφυλο, φραγκο στάφυλο] … Dictionary of Greek
Φράγκος — ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν 1. κάτοικος τής δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση 2. Ρωμαιοκαθολικός νεοελλ. στον πληθ. οι Φράγκοι γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek
κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] … Dictionary of Greek
Αλήτιδες ημέραι — Αθηναϊκή εορτή της Ηριγόνης, της Ηούς ή της Ηριγένειας, κόρης του Ικάριου, που γέννησε από τον Απόλλωνα τον Στάφυλο … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια … Dictionary of Greek