Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δενδρυάζω

См. также в других словарях:

  • δενδρυάζω — (Α) 1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους 2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν… …   Dictionary of Greek

  • δενδρυάζειν — δενδρυάζω lurk pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρυάζοντας — δενδρυάζω lurk pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρυάζουσαν — δενδρυάζω lurk pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον …   Dictionary of Greek

  • δενδρύω — (Α) 1. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό 2. ξεκουράζομαι κάτω από δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιτατικό αναδιπλασιασμένο τ. Στη γλώσσα τού Ησυχίου μαρτυρείται τ. δρύεται «κρύπτεται». Η υπόθεση ότι το δρύεται απαντά αντί τού αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

  • υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»