-
1 γάγγραινα
Grammatical information: f.Meaning: `gangrene', illness that eats away the flesh (Hp.).Other forms: Cf. γάγγραινα φαγέδαινα. S οἱ δε καρκίνος etc. H.Derivatives: γαγγραινόομαι, γαγγραίνωσις etc. (Hp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the suffix cf. φαγέδαινα. Basis uncertain; cf. Chantr. Form. 108f., perhaps *γάγγρων, *γάγγρος, or *γάγγρα. Alexander Polyhistor in St. Byz. s. Γάγγρα gives this word as a goat. In antiquity compared with γράω `devour', which is certainly incorrect. See Solmsen Wortforsch. 231f. Most probably a Pre-Greek word (a-vocalism, - αινα, prenasalization?). Cf. καρκίνος.Page in Frisk: 1,281Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάγγραινα
-
2 γαγγραινα
ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT. -
3 γάγγραινα
γάγγραίνα η1) мед. гангрена; 2) перен. язва, зараза -
4 γάγγραινα
γάγγραιναgangrene: fem nom /voc sg -
5 γάγγραινα
γάγγραινα, ης, ἡ a disease involving severe inflammation, which if left unchecked can become a destructive ulcerous condition, gangrene, cancer, of spreading ulcers, etc. (medical term since Hippocr.). Fig. (as Plut., Mor. 65d of slanders) 2 Ti 2:17.—DELG. -
6 γάγγραινα
{сущ., 1}рак – хроническая злокачественная опухоль на наружных или внутренних органах, разрастающаяся на здоровой ткани клещеобразными разветвлениями, разъедающая язва, гангрена (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάγγραινα
-
7 γάγγραινα
{сущ., 1}рак – хроническая злокачественная опухоль на наружных или внутренних органах, разрастающаяся на здоровой ткани клещеобразными разветвлениями, разъедающая язва, гангрена (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάγγραινα
-
8 γάγγραινα
рак (хроническая злокачественная опухоль на наружных или внутренних органах, разрастающаяся на здоровой ткани клещеобразными разветвлениями), разъедающая язва, гангрена.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάγγραινα
-
9 γάγγραινα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάγγραινα
-
10 γάγγραινα
[гангрэна] ουσ θ (ιατρ) гангрена. -
11 γάγγραινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάγγραινα
-
12 γάγγραινα
1) gangrena (f) rzecz.2) zgorzel (f) rzecz. -
13 γαγγραίνας
γαγγραίνᾱς, γάγγραιναgangrene: fem acc plγαγγραίνᾱς, γάγγραιναgangrene: fem gen sg (doric aeolic) -
14 γαγγραίναις
γάγγραιναgangrene: fem dat pl -
15 γαγγραίνης
γάγγραιναgangrene: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 γάγγραιναι
γάγγραιναgangrene: fem nom /voc pl -
17 γάγγραιναν
γάγγραιναgangrene: fem acc sg -
18 σφάκελος
σφάκελος, ὁ, Entzündung der fleischigen Theile des Leibes, kalter Brand, wie γάγγραινα. Auch Frostschaden, Erfrieren der Glieder; der Brand der Bäume; übtr. heftiger Schmerz, u. das Aeußern desselben durch Zucken und krampfhafte Bewegung, Medic.; so auch ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι ϑάλπουσι, Aesch. Prom. 880; auch ἀνέμων σφ., der gewaltige Andrang der Stürme, 1047.
-
19 γαγγλι-ώδης
γαγγλι-ώδης, ές, einem γάγγλιον ähnl., Hippocr. γάγγραινα, ἡ, ein um sich fressendes ( γράω), krebsartiges Geschwür, ehe es in den Brand, σφάκελος, übergeht, Medic.; doch nennt Galen. ersteres den eigtl. medicinischen Ausdruck für letzteres. – Uebertr. auf die Schmeichelei, N. T.; Plut. neben καρκίνωμα de am. et adul. discr. 36.
-
20 γκάγκραινα
η см. γάγγραινα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάγγραινα — gangrene fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
γάγγραινα — η 1. (ιατρ.), τοπική νέκρωση ιστών του σώματος που συνήθως ακολουθείται από σήψη: Έπαθε γάγγραινα και του έκοψαν το χέρι. 2. μτφ., αιτία που οδηγεί σταδιακά στην καταστροφή, η μάστιγα: Η γάγγραινα των ναρκωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαγγραίνας — γαγγραίνᾱς , γάγγραινα gangrene fem acc pl γαγγραίνᾱς , γάγγραινα gangrene fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγραινῶν — γάγγραινα gangrene fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγραίναις — γάγγραινα gangrene fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγραίνης — γάγγραινα gangrene fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγραίνῃ — γάγγραινα gangrene fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγραιναι — γάγγραινα gangrene fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγραιναν — γάγγραινα gangrene fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek