-
1 δενδρ-
см. δεντρ\ -
2 δένδρ'
δένδρα, δένδρονtree: neut nom /voc /acc pl -
3 δενδρ-ώδης
δενδρ-ώδης, ες, baumartig, Diosc.; νύμφαι, Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196).
-
4 δενδράς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδράς
-
5 δενδραῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδραῖος
-
6 δένδρειος
A = δενδρικός, prob. in Str.15.1.60, cf. Nonn.D. 12.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρειος
-
7 δενδρήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρήεις
-
8 δενδριακός
A = δενδρικός, AP6.22 (Zon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδριακός
-
9 δενδρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρίζω
-
10 δενδρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρικός
-
11 δένδρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρινος
-
12 δενδρίον
II [dialect] Aeol. form of δένδρεον, prob. in Alc.44, Theoc.29.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρίον
-
13 δενδρίτης
A of a tree,καρπός Thphr.Vent.13
; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. [full] δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δ. wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epith. of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10.II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρίτης
-
14 δενδρυάζω
A lurk, hide in the wood, Paus.Gr.Fr.119, Hsch.II dive and remain under water, EM256.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρυάζω
-
15 δενδρύφιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρύφιον
-
16 δενδρύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρύω
-
17 δενδρώδης
δενδρ-ώδης, ες,A = δενδροειδής, tree-like, Arist.Long. 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.Incred.23.2 δ. Νύμφαι woodnymphs, AP7.196 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρώδης
-
18 δένδρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρωμα
-
19 δενδρών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρών
-
20 δένδρωσις
A growth into a tree, Thphr.CP2.15.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρωσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δένδρ' — δένδρα , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
δενδρώνας — και δενδριώνας, ο (AM δένδρων) τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ανδρ ών). Ο τ. δενδρ ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ ιώνας, κυπαρισσ ιώνας)] … Dictionary of Greek
επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… … Dictionary of Greek
ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… … Dictionary of Greek
καλύφιον — καλύφιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κᾱλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾱλον, το «ξύλο» + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] … Dictionary of Greek
κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] … Dictionary of Greek
κερδύφιον — κερδύφιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] … Dictionary of Greek
κισσήεις — κισσήεις, εσσα, ῆεν (AM) κίσσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, δενδρ ήεις)] … Dictionary of Greek