Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλαιφάτου

См. также в других словарях:

  • Παλαιφάτου — Παλαίφατος spoken long ago masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιφάτου — παλαίφατος spoken long ago masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 …   Dictionary of Greek

  • Βοιώ — Ποιήτρια από τους Δελφούς, σύζυγος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Ήταν ιέρεια στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από τους ύμνους της προς τον θεό, ελάχιστους στίχους διέσωσε ο Παυσανίας. Πολλοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»