Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γλυκύτερος

См. также в других словарях:

  • γλυκύτερος — γλυκύς sweet to the taste masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος …   Dictionary of Greek

  • φρουκτόζη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος τής ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»