-
1 γλυκαντικός
γλυκαντικός, versüßend, Oceli. Luc. u. Sp.
-
2 γλυκαντικός
-
3 γλυκαντικός
η, ό[ν]1) подслащивающий; 2) перен. смягчающий; успокаивающий, облегчающий; 3) услаждающий, радующий -
4 γλυκαντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκαντικός
-
5 γλυκαντικόν
γλυκαντικόςof: masc acc sgγλυκαντικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 γλυκαντικώς
-
7 γλυκαντικῶς
-
8 γλυκύς
Grammatical information: adj.Derivatives: γλύκων individualising (Ar. Ek. 985), also PN, with Γλυκώνειος (Heph.); γλυκόεις (Nic.); diminutives: γλυκάδιον `sweetmeat, vinegar' (Choerob.; for the meaning cf. ἦδος = ὄξος), γλυκίδιον (pap.). - γλυκίν(ν)ᾱς m. `cake made with sweet wine' (Seleuk. ap. Ath., Cretan H.). - γλυκύτης (Hdt.). - Denom. γλυκαίνω (Hp.), γλύκυσμα (Lib., Sch.), mit γλύκανσις (Thphr.), γλυκαντικός (S.); γλυκάζω (LXX) etc.; γλυκασία `family-love' ( Sammelb.); γλυκίζω (Pagae, Gp.), γλυκισμός (Callix.); ἐγ-γλύσσω `be sweet' (Hdt. ἔγγλυκυς Dsc.; γλύξις `sweet wine' (Phryn. Com.); γλεῦξις οἶνος ἕψημα \< ἔχων\> H., cf. γλεῦκος. - Also γλυκερός (Od.), f. (with withdrawn accent) Γλυκέρα as PN, with Γλυκέριον. - With geminate: γλυκκόν γλυκύ and γλύκκα ἡ γλυκύτης H. - Plant name γλύκη βοτάνη τις ἐδώδιμος H. and (strange) γλυκυμή = γλυκύρριζα (Hp. ap. Gal.), cf. Strömberg Pflanzennamen 63. - γλεῦκος n. `sweet wine' (Arist.), γλεύκινος (Dsc.), γλευκίτης ( οἶνος) = γλεῦκος (Arist.-Komm.); γλευκήσας `stunned by γ.' (H.); also γλεύκη = γλυκύτης (Sch.) and γλεῦξις, s. γλύξις above.Etymology: If to Lat. dulcis, with γλ- \< δλ-. But the υ is also unexpected. The Mycenaean form seems to confirm the idea.- On arm. k` aɫcr `sweet' s. on ἡδύς. - Full grade γλεῦκος seems a late innovation (after the many neutral σ-stems) but ἀγλευκής (Epich.) seems old.Page in Frisk: 1,314-315Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλυκύς
См. также в других словарях:
γλυκαντικός — ή, ό (Α γλυκαντικός, ή, όν) [γλυκαίνω] 1. ο κατάλληλος για γλύκανση, αυτός που παρέχει το αίσθημα τού γλυκού νεοελλ. 1. ο καταπραϋντικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γλυκαντικά φυσικές ή τεχνητές ουσίες που προστίθενται σε άλλες για να τίς… … Dictionary of Greek
γλυκαντικός — ή, ό αυτός που γλυκαίνει: Η σακχαρίνη είναι γλυκαντική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκαντικόν — γλυκαντικός of masc acc sg γλυκαντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκαντικῶς — γλυκαντικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… … Dictionary of Greek