Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γέροντι

См. также в других словарях:

  • Γέροντι — Γέρων old man masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέροντι — γέρων old man masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cataléctico — Saltar a navegación, búsqueda Cataléctico: verso de la poesía griega y latina, al que le falta una sílaba al fin, o en el cual es imperfecto alguno de los pies. Una línea cataléctica es una línea métricamente incompleta, a la que le falta una… …   Wikipedia Español

  • εμπορίζομαι — ἐμπορίζομαι (Α) προστίθεμαι ως εφόδιο, συσσωρεύομαι («ὅταν γέρων γέροντι γνώμην διδοῑ, θησαυρὸς ἐπὶ θησαυρὸν ἐμπορίζεται», Μεν.) …   Dictionary of Greek

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… …   Dictionary of Greek

  • Γέρονθ' — Γέροντα , Γέρων old man masc acc sg Γέροντι , Γέρων old man masc dat sg Γέροντε , Γέρων old man masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρονθ' — γέροντα , γέρων old man masc acc sg γέροντι , γέρων old man masc dat sg γέροντε , γέρων old man masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέροντ' — Γέροντα , Γέρων old man masc acc sg Γέροντι , Γέρων old man masc dat sg Γέροντε , Γέρων old man masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέροντ' — γέροντα , γέρων old man masc acc sg γέροντι , γέρων old man masc dat sg γέροντε , γέρων old man masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»