Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βός

См. также в других словарях:

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • χλαβός — ή, όν, Α ευτραφής, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χλα βός μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χλα μ υρίς (βλ. λ. χλαμυρίς, και χλόη) και έχει σχηματιστεί με το επίθημα βος, το οποίο απαντά σε τ. τού καθημερινού λεξιλογίου που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • όχθοιβος — ὄχθοιβος, ὁ (Α) 1. πορφυρή ταινία μπροστά και στη μέση τού χιτώνα 2. περιλαίμιο («ὄχθοιβος ὅν... ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, αβέβαιης ετυμολ., που αναφέρεται στην ενδυμασία και εμφανίζει επίθημα βος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • κοναβώ — κοναβῶ, έω (Α) 1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή 2. αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. τής λ. (κονα ) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… …   Dictionary of Greek

  • κύλλαβοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ύπώπια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τά) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού λ + επίθ. βος (πρβλ. θόρυ βος, φλοίσ βος)] …   Dictionary of Greek

  • μάτταβος — μάτταβος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας προφορικής γλώσσας με επίθημα βος (πρβλ. κάννα βος, σκόλυ βος), πιθ. από μάτη,με εκφραστικό διπλασιασμό τού τ ] …   Dictionary of Greek

  • μαδιβός — μαδιβός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάδισος»*, δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάδισος* με επίθημα βος (πρβλ. κόττα βος, σίττυ βος)) …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • фобия — 1) фобия и фобия, и, ж. мед. Навязчивое состояние страха у психических больных. [От греч. φοβος страх, боязнь] 2) …фобия и, ж. Вторая составная часть сложных слов, обозначающая: нетерпимость, боязнь чего л., например: фотофобия, бактериофобия.… …   Малый академический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»