Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ηλο-

См. также в других словарях:

  • ερύγμηλος — ἐρύγμηλος, η, ον (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού ταύρου που προέρχεται από ερυγμή [ερεύγομαι (II)] + επίθημα ηλο] …   Dictionary of Greek

  • θυροκόπος — θυροκόπος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοκόπος — καλαμοκόπος, ὁ (Α) πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κισσόπληκτος — (Α) φρ. «μέλεα κισσόπληκτα» μέλη χτυπημένα από κισσό, από τον θύρσο, από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. ηλό πληκτος, κεραυνό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • τζαβετ(τ)άρισμα — το, Ν το κάρφωμα με γυρωτικό ήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαβετ(τ)άρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»