Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κολλαβίζω

См. также в других словарях:

  • κολλαβίζω — (Α) [κόλλαβος] παίζω παιχνίδι κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες κρατά με το χέρι κλειστά τα μάτια άλλου συμπαίκτη και, ενώ κάποιος άλλος τόν χτυπά, αυτός προσπαθεί να μαντέψει ποιός τόν χτύπησε …   Dictionary of Greek

  • κεκολλαβισμένοι — κολλαβίζω perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλαβίζειν — κολλαβίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»