Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κολλύρα

См. также в других словарях:

  • κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] …   Dictionary of Greek

  • κολλύρα — κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc/acc dual κολλύ̱ρᾱ , κολλύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλύρᾳ — κολλύ̱ρᾱͅ , κολλύρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλῦραι — κολλύρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλύρας — κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem acc pl κολλύ̱ρᾱς , κολλύρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κολλούρα — κολλούρα, ἡ (Α) κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα*] …   Dictionary of Greek

  • κολλυρίδα — η (AM κολλυρίς, ίδος) [κολλύρα] μικρή κουλούρα …   Dictionary of Greek

  • κολλυρίζω — (Α) [κολλύρα] ψήνω κουλούρα («ἐλθέτω... ἡ ἀδελφή μου πρὸς μέ, καὶ κολλυρισάτω... δύο κολλυρίδας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος …   Dictionary of Greek

  • κολλυρίων — κολλυρίων, ωνος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα ίων (πρβλ. καμιν ίων, κολοβ ίων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»