-
1 βροτος
-
2 βροτός
η, όν смертный (о человеке) -
3 βροτός
3 смертный -
4 αβροτος
-
5 αλεξιμβροτος
-
6 αμβροτος
-
7 αμφιβροτος
-
8 βροτοεις
-
9 εσθλος
дор. ἐσλός 31) хороший, отличный, славный(ἑταῖρος, ἵπποι Λαομέδοντος Hom.)
2) храбрый, мужественный(ἡγεμών Hom.)
3) славный, благородный, знатный(πατήρ Soph.; δώματα Eur.)
ἐσθλῶν κακός Soph. — дурной отпрыск славных предков4) богатый(βροτός Hes.)
5) дорогой, (драго)ценный(ἀγάλματα, κτήματα, κειμήλια Hom.)
6) благой, добрый, благожелательный(ἔπος Hom.)
7) предвещающий счастье, благоприятный(ὄρνιθες, ὕπαρ Hom.; ὕπνος Soph.)
8) счастливый(τύχη Soph.; γάμοι Eur.)
9) целительный(φάρμακα Hom.)
ἐσθλὸν Διὴ χεῖρας ἀνασχέμεν Hom. — полезно воздевать руки к Зевсу10) преданный, верный(δωμάτων χύων Aesch.; εἴς τινα Soph.)
11) разумный, мудрый(βουλή Hom.)
12) искусный, опытный(ἐν σταδίῃ Hom.)
-
10 θνητογενης
дор. θνᾱτογενής 2рожденный смертным, из рода смертных(θ. καὴ βροτός Soph.; θ. τε καὴ Ζεύς Eur.)
-
11 κρεοβροτος
-
12 μελαμβροτος
-
13 ουδηεις
-
14 πεισιβροτος
-
15 προβροτος
-
16 τριπους
I2, gen. ποδος1) треногий(τράπεζα Arph.)
2) размером в три фута(γραμμή Plat.)
3) идущий на трех ногах, т.е. опирающийся на палку(βροτός Hes.)
τριπόδας ὁδοὺς στείχειν Aesch. — идти, опираясь на палкуII- ποδος ὅ1) котел на трех ножкахτ. ἐμπυριβήτης Hom. или ἀμφίπυρος Soph. — треногий котел для нагревания воды, кипятильник
2) треногий стол Xen., Plut.3) культ. священный треножник (Пифии) Plat.τὰ ἐκ τρίποδος (sc. Δελφικοῦ) Plut. — прорицания Дельфийского оракула
-
17 φθερσιβροτος
-
18 φθερσιμβροτος
См. также в других словарях:
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… … Dictionary of Greek
βροτός — mortal man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτῶν — βροτός mortal man masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)