-
1 αεροεις
(Τάρταρος Hom., Hes.)
κατ΄ ἠερόεντα κέλευθα Hom. — мглистыми путями -
2 αιθαλοεις
-
3 αιματοεις
-
4 αλγινοεις
-
5 αμιχθαλοεις
- όεσσα - όεν [ὀμίχλη] окутанный испарениями, туманный, по друг. [ἄμικτος] недоступный, негостеприимный ( эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH. -
6 αμπελοεις
-
7 ανεμοεις
-
8 ανθεμοεις
-
9 αργινοεις
-
10 ασπιδοεις
-
11 αστεροεις
-
12 αφριοεις
-
13 αχλυοεις
-
14 βοτρυοεις
-
15 βροτοεις
-
16 γλαγοεις
-
17 δαιδαλοεις
(τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.)
-
18 δακρυοεις
1) плачущий, проливающий слезы(πάϊς, γοος Hom.)
δακρυόεν γελάσασα Hom. — улыбнувшись сквозь слезы2) заставляющий плакать, вызывающий слезы(πόλεμος Hom.; ἄλγεα Hes.; σῆμα Anth.)
ἥ δακρυόεσσα Ἰλίῳ πεύκη Eur. — сосна, принесшая Илиону столько слез (о дереве, из которого был изготовлен деревянный конь) -
19 δειματοεις
-
20 δνοφοεις
См. также в других словарях:
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο … Dictionary of Greek
οθρυόεν — ὀθρυόεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνώδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄθρυν + κατάλ. όεις, όεν] … Dictionary of Greek
παιδούς — παιδοῡς, οῡσσα και οῡσα, οῡν και παιδόεις, όεσσα, όεν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα η έγκυος γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + όεις* / οῦς] … Dictionary of Greek
τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
ՓՈՒԼՈՍ — ( ) NBH 2 0959 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. որ գրելի՛ է Փսոլոս. ψόλος fumus, fuligo ψολόεις, όεν fumidus, fumosus, um. Ծուխ. մուխ. կամ Ծխաբեր. միոտ. *Յայսպիսի ամպահարութեանցս՝ որմոխրատեսակ փոշի բերեն, փուլոսք անուանին. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)