-
1 αδιψος
-
2 ανακυκαω
-
3 ανατληναι
[inf. aor. 2] (aor. ἀνέτλην, fut. ἀνατλήσομαι, part. ἀνάτλας) вытерпеть, выдержать, вынести(τι и τινα Hom., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.)
οὔ τις τάδε φάρμακα ἀνέτλη Hom. — никто не устоял против этих снадобий -
4 αντιτεμνω
-
5 βοτανικος
-
6 διακινδυνευω
1) идти на опасность, вступать в бой(πρός и ἔς τι Thuc., πρό τινος Xen., περί τινος Dem. и πρός τινα Plut.)
ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πρός τινα διακινδυνεῦσαι Lys. — вступить в бой с кем-л. на защиту Греции2) решаться, отваживаться, рисковать(ποιεῖν τι Thuc.)
δ. ἢ χρηστὸν γενέσθαι ἢ πονηρόν Plat. — идти на риск, учитывая, что дело может кончиться или хорошо, или плохо;διακεκινδυνευμένα φάρμακα Isocr. — крайние средства;διακινδυνευτέον τὸ φάναι καὴ πεφάσθω Plat. — на это утверждение можно и должно решиться;διακινδυνευθήσεσθαι (v. l.) μέλλων Dem. — который окажется под угрозой -
7 διαχεω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)1) разливать, переливать2) pass. стекать(ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
(χῶμα διαχεῖται Thuc.)
4) разделять, разъединять(τὰ συγκεκριμένα Plat.)
5) разрубать, рассекать(βοῦν ἅπαντα Hom.)
6) растворять, распускать или разрежать(ἥ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.)
; растворяться(τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
7) pass. испаряться8) pass. таять(διαχεῖται ἥ χιών Xen.)
9) pass. расходиться, распространяться10) pass. разбегаться(οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
11) pass. разлагаться, истлевать(ὅ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
12) расслаблятьδιακεχυμένος Plut. — развязный13) ослаблять, притуплять(τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
14) смягчать, успокаивать, утешать(λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости15) разрушать, расстраивать(τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)
-
8 εισβαλλω
ион. и староатт. ἐσβάλλω1) бросать, ввергать(τινά εἰς ἕρκη Soph.; τινὰ εἰς ἀπρόοπτον πῆμα Aesch.)
ἐλέχθη φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα Thuc. — был пущен слух, что (пелопоннесцы) отравили колодцы2) вводить (на корабль), грузить(τοὺς ἵππους ἐς νέας Her.)
; med. грузиться(ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Thuc.)
3) вести(στρατιέν ἐς Σμύρνην Her.; βοῦς εἰς ἀρούρας Eur.)
4) вливаться, впадать(αἱ διώρυχες εἰσβάλλουσι εἰς τὸν Εὐφράτην Xen.; ποταμὸς εἰς ὃν εἰσβάλλει ἥ κρήνη Arst.)
5) вторгаться(στόλῳ μεγάλῳ ἐς Ἐλευσῖνα Her.; εἰς χώραν τινά Thuc., Plut.; χῶρόν τινα Eur.)
6) (случайно или нечаянно) попадать, оказываться(Βρομίου πόλιν εἰσβαλεῖν Eur.)
7) нападать, атаковать(ἐς τοὺς ὁπλίτας Thuc.)
εἰσέβαλλον ἱππικαὴ πνοαί Soph. — (их) обдавало дыханием коней -
9 επιπασσω
атт. ἐπιπάττω (fut. ἐπιπάσω, aor. ἐπέπασα) посыпать, сыпать(φάρμακα Hom. - in tmesi; τι ἐπὴ γάλα Her.; ἄνθη τῇ νύμφῃ Luc.; ἐπ΄ οἶνον ἄλφιτα ἐπιπασθέντα Plat.; τέφρα ἐπιπάττεται κατὰ τόπον τινά Arst.)
ἐ. τὰς εἰρωνείας Luc. — рассыпать свою иронию -
10 επιχριστα
-
11 εσθλος
дор. ἐσλός 31) хороший, отличный, славный(ἑταῖρος, ἵπποι Λαομέδοντος Hom.)
2) храбрый, мужественный(ἡγεμών Hom.)
3) славный, благородный, знатный(πατήρ Soph.; δώματα Eur.)
ἐσθλῶν κακός Soph. — дурной отпрыск славных предков4) богатый(βροτός Hes.)
5) дорогой, (драго)ценный(ἀγάλματα, κτήματα, κειμήλια Hom.)
6) благой, добрый, благожелательный(ἔπος Hom.)
7) предвещающий счастье, благоприятный(ὄρνιθες, ὕπαρ Hom.; ὕπνος Soph.)
8) счастливый(τύχη Soph.; γάμοι Eur.)
9) целительный(φάρμακα Hom.)
ἐσθλὸν Διὴ χεῖρας ἀνασχέμεν Hom. — полезно воздевать руки к Зевсу10) преданный, верный(δωμάτων χύων Aesch.; εἴς τινα Soph.)
11) разумный, мудрый(βουλή Hom.)
12) искусный, опытный(ἐν σταδίῃ Hom.)
-
12 ευδιαχυτος
21) весьма текучий(ὕδωρ Plut.)
2) легко разжижаемый, без труда растворяющийся(φάρμακα ὑπὸ τῶν χοιλιῶν и ταῖς κοιλιαῖς Arst.)
3) легко рассеивающийся(ἀήρ Plut.)
-
13 ευποριστα
τά (sc. φάρμακα) общедоступные лекарства, обычно применяемые средства(λαβεῖν τι τῶν εὐπορίστων Plut.)
-
14 ηπιος
3 и 21) добрый, нежный, кроткий, ласковый(πατήρ, βασιλεύς Hom.; φήνη εὔτεκνος καὴ ἤ. Arst.; οἱ ἠπιώτατοι Θετταλῶν Plut.)
ἤπιοι ὀργαί Eur. — мягкость, кротость2) благожелательный, благосклонный, милосердный(δήνεα Hom.; θεὸς ἤ. τινι Soph., Eur., Anth.)
τοὺς Λακεδαιμονίους πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. — смягчить (враждебное отношение), т.е. умиротворить лакедемонян3) мягкий, слабый, несильный(θλῖψις Arst.)
τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν Plat. — жара спала4) смягчающий, успокаивающий, облегчающий, (боле)утоляющий(φάρμακα Hom.)
5) целительный, целебный(ἀκέσματα Aesch.; φύλλα Soph.)
6) благоприятный, подходящий(ἦμαρ ἤπιον ποιεῖν τι Hes.)
-
15 θανασιμος
21) смертный, сулящий смерть(μόρος Eur.; τύχαι Aesch.)
2) смертельный, губительный, убийственный(φάρμακα Eur., Plut.; νόσημα Plat., Arst.)
3) ядовитый(δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT.)
θανάσιμα δάκνειν Diod. — причинить смертельный укус4) несущий или причинивший смерть(χείρωμα Soph.; πέσημα Soph.; βλάβη Plat.)
5) смертоносный(πέπλος, sc. Νέσσου Soph.; βέλος Plut.)
6) вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем(γόος Aesch.)
7) близкий к смерти, умирающийἤδη θ. Plat. — он уже умирает
8) умерший, мертвыйθανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα Aesch. — кровь убитого;
Ἅιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. — усопшие жители Гадеса -
16 θηριακα
τά (sc. φάρμακα) средства против укусов ядовитых животных, противоядия Plut. -
17 θησαυριζω
1) хранить, сохранять, сберегать(ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.)
2) откладывать про запас, накапливать(ἢ φάρμακα ἢ σῖτα ἢ ποτά Xen.; τέν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὴ γῆς NT.)
3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти(χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργέν ἑαυτῷ NT.)
τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. — накопившаяся к кому-л. ненависть -
18 θυμοφθορος
-
19 ιατρικος
31) врачебный, лечебный(τὰ ὄργανα Plat.; τέχνη Arst.; σμιλίον Plut.)
2) касающийся врачевания,(λόγοι Plat.; νόμος Plut.)
3) сведущий в искусстве врачевания, умеющий лечить(γυνή Plat.; Ἀχιλλεύς Plut.)
ἰ. περὴ τέν ψυχήν Plat. — умеющий исцелять душевные недуги4) целительный, целебный(φάρμακα Plat.; βοτάναι, δύναμις Arst.)
-
20 καθαρκτικος
См. также в других словарях:
φαρμακᾶ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 1st sg (doric aeolic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακᾷ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj mp 2nd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind mp 2nd sg (epic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 3rd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακα — φάρμακον drug neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοστατικά φάρμακα — Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η… … Dictionary of Greek
κυτταροτοξικά φάρμακα — Φάρμακα τα οποία σκοτώνουν ή προκαλούν βλάβη σε κύτταρα ή τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν και να διαιρεθούν. Χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αγχολυτικά φάρμακα — Τα ελάσσονα ηρεμιστικά (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… … Dictionary of Greek
αμφεταμίνες — Φάρμακα με αντικαταθλιπτική και ψυχοδιεγερτική ενέργεια. Τα φάρμακα αυτά εμφανίζουν αντικαταθλιπτική δράση μόνο σε ασθενείς με μελαγχολία, ενώ σε φυσιολογικά άτομα προκαλούν κατάσταση εγρήγορσης, αϋπνία, αύξηση της ικανότητας προσοχής,… … Dictionary of Greek
αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… … Dictionary of Greek