Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλεξί-μ-βροτος

См. также в других словарях:

  • μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»