Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οὐδήεις

См. также в других словарях:

  • ουδήεις — οὐδήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, επίγειος («Κίρκη... δεινὴ θεὸς οὐδήεσσα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. ήεις. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί αὐδήεις] …   Dictionary of Greek

  • οὐδήεσσα — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδήεσσαι — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδήεσσαν — οὐδήεις terrestrial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»