-
1 βρότος
βρότος, ὁ, das aus einer Wunde eines Menschen geflossene, geronnene Blut, cruor; Hom. fünfmal, stets Thesis des vierten Versfußes, βρότον αἱματόεντα Versende Iliad. 7, 425. 14, 7. 18, 345. 23, 41, μέλανα βρότον mitten im Verse Odyss. 24, 189. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 7 βρότον: ἡ διπλῆ, ὅτι οὐ πᾶν αἷμα βρότος, ἀλλὰ τὸ ἀπὸ βροτοῦ πεφονευμένου. Iliad. 7, 425. 18, 345. 23, 41 Odyss. 24, 189 ist βρότος unzweifelhaft das Blut Todter; Iliad. 14, 7 kann das Blut aus der Wunde des noch lebenden Machaon gemeint sein; indessen ist es auch hier möglich, das Blut Anderer, von Machaon Getödteter zu verstehn, mit welchem Machaon besudelt war. Die Ableitung von ῥέω ist wohl entschieden falsch; das Wort βρότος hängt vielmehr offenbar mit βροτός, μόρος, mors zusammen; so daß es wenigstens ursprünglich und im eigentlichen Sinne nur das Blut Todter ist. Apollon. Lex. erklärt βρότος geradezu = φόνος, p. 50, 34. 52, 33. 53, 5. – Sp. Ep.
-
2 βροτός
βροτός ( μόρος, mors, μορτός, daraus ΜΡΟΤΌΣ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φϑισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich ( Hesych. φϑαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνϑρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔϑνος Pind. P. 10, 28; gew. ὁ, subst., der M en sch, im Ggstz der ϑεοὶ ἀϑάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. ϑνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, ϑνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ ϑνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι ϑεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοϑέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· ϑεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφϑαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.
-
3 βροτός
βροτός, ὁ, poet. Noun,A mortal man, opp. ἀθάνατος or θεός, in Hom. usu. Subst.,οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Il.5.304
, al.;βροτὸς εἰς θεόν E. Andr. 1196
(lyr.);λόγος τις Ζῆνα μιχθῆναι βροτῷ A.Supp. 295
; ; βροτοί,opp. νεκροί, Id.Ant. 850 (lyr.); butβ. ἀνήρ Il.5.361
; and soβ. ἔθνος Pi.P.10.28
: as fem.,β. αὐδήεσσα Od.5.334
;β. οὖσαν AP9.89
(Phil.); but βροταί· γυναῖκες, Hsch. (s.v.l.): freq. in gen. pl., afterπολλοί B.1.42
, S.OT 981, etc.; after τίς ib. 437, etc.; βροτοί never takes the Art. in Trag. and Com., exc. when an Adj. or Pron. is added, τῶν πολυπόνων β. E.Or. 175; ἡμεῖς οἱ β. Ar.Eq. 601, Pax 849, cf. Sannyr.1; οἱ ταλαίπωροι β. Alex.66; οἱ πάντες β. Men.538.8.—Rare in Prose, Pl. R. 566d, Arist.Top. 133a31, 149a7. -
4 βροτός
1 mortal subs.,βροτῶν φάτις O. 1.28
τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30
πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75κλέπτει τέμινοὐθεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν i. e. Peleus and Kadmos P. 3.88ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν N. 7.96
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29
ἀμνάμονες δὲ βροτοί (sc. εἰσί) I. 7.17ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.53
καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (sc. Κάδμον) Πα... λέγοντι δὲ βροτοὶ[ Δ. 1. 1. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10. τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1.. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. adj., ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει (Er. Schmid: βρότεον codd.) P. 10.28 -
5 βροτός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βροτός
-
6 βροτός
Grammatical information: m. f.Meaning: `(mortal) man', also `mortal' (Il.).Derivatives: βρότεος (τ 545 etc.), βρότειος (Archil.) `mortal, human' (Wackernagel Unt. 69 n. 1, Schmid, - εος und - ειος 28f.); βροτήσιος `id.' (Hes.; after Ίθακήσιος, φιλοτήσιος etc., s. Chantr. Form. 41f.); βροταί γυναῖκες H. by Latte corrected in βροτοί - or a late experiment?). - ἄ-μβροτος `immortal, divine' (note ἀ-βρότη [ νύξ] Ξ 78, cf. ἀμφιβρότη [ ἀσπίς] `protecting the\/a man on all sides' Β 389), ἀμβρόσιος `id.', ἀμβροσίη `Ambrosia' food of the gods (all Il.). - On PN with μόρτος Masson R. Ph. 37 (1963) 222f. - (Not here μαραίνω.)Origin: IE [Indo-European] [735] *mr̥-tó- `dead, mortal'Etymology: βροτός, Aeolic for *βρατός, agrees with Arm. mard `man' (*mr̥tó-s); ptc.\/adj. Skt. mr̥tá-, Av. mǝrǝta- `dead'; Lat. mortuus, OCS mrъtvъ `dead' (suffix after vivus, živъ); the negative Skt. a-mŕ̥ta-, Av. a-mǝša- `immortal' = ἄ-μβροτος. - With different ablaut μορτός ἄνθρωπος, θνητός H. = Skt. márta-, Av. marǝta- `the mortal one, man'. - The verb `to die', (*mr̥-i̯-e\/o-) in Lat. morior, Skt. mriyáte, Lith. mir̃ti, OCS mrěti, Arm. meṙanim; further Goth. maúrÞr `Mord' etc. - S. also Thieme, Studien Wortkunde, 1952, 15-32..Page in Frisk: 1,270-271Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βροτός
-
7 βρότος
Grammatical information: m.Meaning: mostly interpreted as `clotted blood' (Il.) Except μέλανα βρότον (ω 189) only at verse end in βρότον αἱματόεντα (Η 425)Derivatives: βροτόεις in ἔναρα βροτόεντα (Ζ 480 etc.) and βροτόεντ' ἀνδράγρια (Ε 509); further the hapax βεβροτωμένα τεύχεα (λ 41 = Q. S. 1, 717; after this Stesich. 42 δράκων... κάρα βεβροτωμένος).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perhaps Aeolic (also the accent) for *βρατός, but connection with Skt. mūrtá- `clotted' (pres. mūrchati) is only possible if loss of the laryngeal under unknown circumstances is accepted ( στρα-τός, Aeol. στρο-τός, to Skt. stīr-ṇá- but this has appeared to be a different root); Beekes, Dev. 243. - Diff. Leumann, Hom. Wörter 124ff.: βρότος from ἄμβροτος, wrongly taken as ἀναίμων; hardly probable. - (Improbable Schulze KZ 29, 257f. (Kl. Schr. 361f.) ἀμφιβρότη ( ἀσπίς Β 389 etc.) with *βροτόν `body'.)Page in Frisk: 1,271Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρότος
-
8 βροτός
βροτόςmortal man: masc nom sg -
9 βρότος
βρότοςblood that has run from a wound: masc nom sg -
10 βρότος
βρότος, ὁ, -
11 βρότος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βρότος
-
12 βροτός
βροτός, sterblich; gew. subst., der Mensch, im Ggstz der ϑεοὶ ἀϑάνατοι -
13 βρότος
βρότος, das aus einer Wunde eines Menschen geflossene, geronnene Blut; das Blut Toter -
14 βροτός
βροτός, ή, όν mortal (opp. ἀθάνατος, θεός) subst. ὁ β. mortal pers. (Hom. et al.; Job freq.; TestSol 5:7 P; Mel., Fgm. 8b, 44) 1 Cl 39:4 (Job 4:17).—DELG. -
15 βροτος
-
16 βροτός
η, όν смертный (о человеке) -
17 βροτός
3 смертный -
18 βροτός
-
19 πρό-βροτος
πρό-βροτος, ὁ, Einer, der vorher Mensch war, D. L. 8, 45 aus Heraclit.
-
20 σαό-βροτος
σαό-βροτος, = Folgdm, Greg. Naz.
См. также в других словарях:
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… … Dictionary of Greek
βροτός — mortal man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτῶν — βροτός mortal man masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)