-
41 τίθημι
τῐθημι (τιθεῖς, -ησι; τιθείς: τιθέμεν: fut. θήσω, -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ) θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. θήσομαι, -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; θέμενος, -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; θέσθαι: pass. τιθεμένων.)1 lay, placeaτρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν P. 3.38
med., χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
[ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) P. 9.62]b med., put upon oneself, assume “ φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” P. 4.29 met., “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.113 ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας ( ἀποθέμενος interpr. Schr.) Pae. 4.302 lay, place, establish in various senses.a act. & med., build, fashion δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. for themselves O. 9.44κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
( νεφέλα)ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.19b act. & med., establish, found festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. Ἡρακλέης) O. 3.22 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. for himself and his descendants. O. 6.70ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.c establish, set up as a prize ( χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) N. 10.48d met., establish, instil (in the mind)εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.65
cf. P. 1.40e lay met. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.11ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω ( καταθεὶς v. l.) fr. 109.f act. & med., place, put esp. c. abstract subject [ Πίσας χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19] κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: κρύφιον codd.: τιθέμεν Hermann: locus varie temptatus) O. 2.97 μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 makea act. & med., performσεμνὰν θυσίαν θέμενοι O. 7.42
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
b med., make for oneself, undertake εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86 ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών having made himself a now O. 10.63καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
c c. abstract subs. in periphrasis τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) P. 4.276 Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) N. 1.5d act. & med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) O. 1.64ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.4
θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.47
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον making his every word earnest P. 4.132νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 “ θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad θῆσθαι rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) P. 9.63ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.58
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.15
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
τό (sc. ῥῆμα)μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
Διομήδεα δ' ἄμ-βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν N. 10.89
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.3
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. Ἀπόλλων) Πα... λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.3 in zeugma,ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
4 fragg. ]θέμεν Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ... πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ( τέλος Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.5 in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. ἐπιτίθημι) P. 2.10 ὑπὸ ἔθηκε (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 -
42 αἴλινος
αἴλῐνος, ὁ,A cry of anguish, dirge,αἴλινον αἴλινον εἰπέ A.Ag. 121
(lyr.), cf. S.Aj. 627 (lyr.), E.Or. 1395; of an epitaph, AP6.348 (Diod.); said to be from αἶ Αίνον ah me for Linos! cf. Paus.9.29.8.2 Adj., αἴλινος, ον, mournful, plaintive,αἰλίνοις κακοῖς E.Hel. 171
;βρέφος αἴ.
unhappy,IG
14.1502: neut. pl. αἴλινα as Adv., Call.Ap.20, Mosch.3.1: hence [full] αἰλινέω sing a dirge, cj. in Dosiad. Ara15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴλινος
-
43 βρεφύλλιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρεφύλλιον
-
44 δεκαταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαταῖος
-
45 διατρανόω
A articulate clearly,χρωματικὸν γένος Nicom.Harm.7
;βρέφος διατετρανωμένον Theol.Ar.47
: metaph., Iamb.in Nic.p.72 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρανόω
-
46 διαφθείρω
A , etc., [dialect] Ep.- φθέρσω Il.13.625
: [tense] pf. , Pl.Ap. 30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— [voice] Pass., [tense] fut.διαφθᾰρήσομαι Th.4.37
; [dialect] Ion.διαφθερέομαι Hdt.8.108
, 9.42: [ per.] 3pl. [tense] plpf.διεφθάρατο Id.8.90
:—destroy utterly,πόλιν Il.13.625
;ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36
; make away with, kill,τινά Id.9.88
, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.;τὴν τύχην Id.Ph.1069
; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med. 1055; spoil, break,ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33
(Lebad., ii B.C.);τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11
; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d.2 in moral sense, corrupt, ruin, ; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap. 30b, 25a;νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337
; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51;ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9
;διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba. 318 ([voice] Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11;γραμματεῖον Id.17.33
([voice] Pass., ib.24);τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37
([dialect] Locr., V. B.C.).3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd. 117b.4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—[voice] Pass.,τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72
.II [voice] Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib. 166, And.1.142; to be spoilt, (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted,αἷμα Gal.15.297
, al.; deaf,Hdt.
1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28;διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr. 1056
;τὰ ὄμματα δ.
blinded,Pl.
R. 517a;σὰς φρένας E.Hel. 1192
; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or. 297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.III [tense] pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits,διέφθορας Il. 15.128
; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose,γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4
;τὰ δ. σώματα Plu.2.87c
, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφθείρω
-
47 διδάσκω
A , etc.: [tense] aor.ἐδίδαξα Il.23.307
, etc.; poet.ἐδιδάσκησα h.Cer. 144
(prob.), Hes.Op.64, Pi.P.4.217: [tense] pf.δεδίδαχα X.Cyr.1.3.18
, Pl. Men. 85e:—[voice] Med., [tense] fut. διδάξομαι: [tense] aor. ἐδιδαξάμην:—[voice] Pass., [tense] fut.διδαχθήσομαι D.H.3.70
, etc.: [tense] aor.ἐδιδάχθην Sol.13.51
, Hdt.3.81, Ar.Nu. 637, etc.: [tense] pf.δεδίδαγμαι Il.11.831
, Pl.Phdr. 269c, etc. Redupl. form of δάω (q.v.) in causal sense:— instruct a person, or teach a thing, Il. 11.832, 9.442: c. dupl. acc., σε.. ἱπποσύνας ἐδίδαξαν they taught thee riding, 23.307, cf. Od.8.481;πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος E. Hipp. 252
(lyr.), etc.; alsoδ. τινὰ περί τινος Ar.Nu. 382
;δ. τῶν γενομένων τισὶ τὴν ἀλήθειαν Pl.Tht. 201b
: c. acc. pers. et inf., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι teach thee to be.., Od.1.384: c. inf. only, δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα she taught how to shoot, Il.5.51, etc.: without inf.,πολλοὶ τοὺς υἱοὺς ῥήτορας διδάσκουσιν Aristonym.
ap. Stob.3.4.105;δ. πολλοὺς αὐλητάς Charon
9; ; alsoδ. τινὰ σοφόν E.Heracl. 575
: with an abstract subject,πολυμαθίη νόον οὐ διδάσκει Heraclit.40
;ξενιτείη αὐτάρκειαν δ. Democr.246
:—[voice] Med., teach oneself, learn, (lyr.); but usu., have one taught or educated, esp. of a father,τὰ ἄλλα.. διδάσκεσθαι τοὺς ὑεῖς Pl.Prt. 325b
;δ. τοὺς ὑεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Arist.Pol. 1321a24
: c. inf.,δ. τινὰ ἱππεύειν Pl.R. 467e
;δ. τινα ἱππέα Id.Men. 93d
, cf. X.Mem.4.4.5 (this distn. between [voice] Act. and [voice] Med. was neglected by some Poets and late Prose writers, [voice] Med. being used like [voice] Act. in Pi.O.8.59, Luc.Somn.10, etc.; but in Ar.Nu. 783 Elmsl. restored διδάξαιμ' ἄν σ' ἔτι for διδαξαίμην σ' ἔτι, and in Pl.R. 421e Cobet cj. διδάξει for - εται: [voice] Med. is used of gods, [θεοί].. ὅπλων χρῆσιν διδαξάμενοι Id.Mx. 238b
):—[voice] Pass., to be taught, learn, c. gen., διδασκόμενος πολέμοιο trained, skilled in war, Il. 16.811: c. acc., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι which [medicines] they say thou wert taught by Achilles, 11.831, cf. Arat.529; ;διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr. 739
: freq. c. inf.,δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.2.69
; ; διδάσκεσθαι ὡς .. X. HG2.3.45.2 c. gen., indicate, give sign of,χειμῶνος συναγειρομένοιο Arat.793
, cf. 734.II abs., explain,πῶς δή; δίδαξον A.Eu. 431
;σαφῶς δ. Th.2.60
, etc.; show by argument, prove,λέγων διδασκέτω X.An.5.7.11
, etc.; δ. περί τινος ὡς .. Th.3.71;ἡλίκον ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα.. πειράσομαι.. διδάξαι Aeschin.3.238
; ποιητὴς δ. ὅτι .. Jul. Or.2.50b.III of dithyrambic and dramatic Poets (cf.διδάσκαλος 11
), δ. διθύραμβον, δρᾶμα, produce a piece, Hdt.1.23, 6.21; , cf. Pl.Prt. 327d, IG12.770, al.:—[voice] Med., διδάξασθαι χορόν train one's own chorus, Simon.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδάσκω
-
48 δμῴιος
-
49 θορόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θορόεις
-
50 κυέω
Aκύεσσα Hsch.
; Arc.κύενσα IG5(2).514.12
([place name] Lycosura); Coan B 3, written κυεοσα ib.A 61 (iv/iii B.C.)): [tense] impf. [ per.] 3sg.ἐκύει Il.19.117
: [tense] fut.κυήσω Hp.Mul.1.17
, Steril.214, κυήσομαι v.l. in Mul.1.76: [tense] aor. , Pl.Smp. 203c, etc.: [tense] pf.κεκύηκα Philem.107
, D.C.45.1, S.E.P.2.106:—[voice] Med., v. infr.:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι Gal.UP16.10: [tense] aor.ἐκυήθην Plu.2.567f
: [tense] pf.κεκύηται Porph. Abst.1.54
:—bear in the womb, be pregnant with,ἐκύει φίλον υἱόν Il.19.117
; of a mare,βρέφος ἡμίονον κυέουσα 23.266
: metaph., of the soul,κυοῦσι γὰρ πάντες.. καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Smp. 206c
; ἐκύησε τὸν Ἔρωτα ib. 203c; ἃ κυεῖ περὶ ἐπιστήμης [the thoughts] with which he is in travail.., Id.Tht. 184b, cf. 210b; ἂ τῇ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ κυεῖν (v.l. τεκεῖν ) both to have conceived and to bring forth, Id.Smp. 209a:—[voice] Pass., of the embryo or foetus, Id.Lg. 789a, Epin. 973d, Arist.GA 777a23; of fruits, to be formed, Thphr.HP 4.2.4:—[voice] Med., bring forth, Opp.C.3.22; ἡ κεκυημένη, Lat.foeta, Et. Gud.s.v. κοκίας: metaph.,τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας κυησαμένη Him.Or. 7.4
.b in Botany, produce flowers, Thphr.HP6.4.8.2 abs., to be big or pregnant, conceive,ἐκύησε Hdt.5.41
; , cf.Lys. 745, Men.Sam. 303, etc.;κυέουσαν ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρός Hdt.6.68
, cf. And.1.125, Lys.13.42; γυνὴ κυεῖ δέκα μῆνας; Men.413;πενθ' ἕτη ἐκύησε IG42(1).121.3
(Epid.). (Cf. κύω, Skt. śváyati 'swell', Lat. inciens 'pregnant'.) -
51 κυοφορέω
A to be with young, be pregnant, Hp.Nat.Mul.12 (v.l.), LXX Ec.11.5; ἔκ τινος by.., Luc.DDeor.1.2; of the earth, Ph.1.9: metaph., ib. 130: c. acc., τινα with or of.., ib. 251, Hld.10.18: metaph.,ἡ διάνοια κ. πολλά Ph.1.183
:—[voice] Pass., D.S.1.7;βρέφος κυοφορηθέν Artem.4.67
, cf. 84, Porph.Marc.32, Phlp. in AP0.280.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυοφορέω
-
52 μιτρόω
II [voice] Med., wear aμίτρα, Διονυσιακὸν τὸ μιτροῦσθαι Str.15.1.58
;μ. τὰς κόμας Id.15.1.71
;μιτρωσάμενοι τὰ μέτωπα Id.3.3.7
. -
53 νεογιλός
A new-born, young,σκύλαξ Od.12.86
;βρέφος Is.Fr.12
, Theoc. 17.58;ἔριφος Alciphr.1.27
; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς,.. νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεογιλός
-
54 νήπιος
A infant, child, freq. in Hom.,νήπιον, οὔ πω εἰδόθ' ὁμοιίου πολέμοιο Il.9.440
;νήπια τέκνα 2.136
, etc.; , cf. Andr. 755, etc.;νηπίους ἔτι Id.Heracl. 956
;τὸ ν. Pl.Ax. 366d
;ἁρμόττουσα τοῖς ν. [πλαταγή] Arist.Pol. 1340b30
; ἐκ νηπίου from a child, from infancy,[τὸ ἡδὺ] ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Id.EN 1105a2
;ἐκ νηπίων Plb.4.20.8
;ἐκ ν. ἡλικίας PFlor.36.5
(iv A.D.); infant in law, minor,ἐφ' ὅσον ὁ κληρονόμος ν. ἐστιν Ep.Gal.4.1
; of children up to puberty,αἱ τῶν ν. ἐκλάμψιες Hp.Epid.6.1.4
(cf. Herophil. ap. Gal.17(1).826); but of the foetus in its early stage, Hp.Aph.4.1 (cf. Gal.17(1).653).3 of plants, Thphr.HP8.1.7.II metaph.,1 of the understanding, childish, silly, Od.13.237;μέγα ν. Il.16.46
, cf. Od.9.44; simply, without foresight, blind, Il.22.445;ἀνὴρ ν. Heraclit.79
, cf. Emp.11.1, Pi.P.3.82, A.Pr. 443, Democr.76, etc.;ν. ὃς.. γονέων ἐπιλάθεται S.El. 145
(lyr.); οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ'.. μέγαν no child before and now full-grown (i.e. in mind), Id.OT 652 (lyr.); of words,νήπια βάζεις Pi.Fr. 157
;ἀντιτείνειν νήπι' ἀντὶ νηπίων E.Med. 891
;μηδὲν εἴπῃς ν. Ar.Nu. 105
.2 of bodily strength, like that of a child,βίη δέ τε ν. αὐτῶν Il.11.561
. -
55 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
-
56 νωτίζω
A turn one's back,οἱ δὲ.. πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν
turned their backs and fled,E.
Andr. 1141 : c. acc. cogn., : abs.,νωτίσας θυέτω IPE2.342
([place name] Phanagoria).IV [voice] Med., carry on the back,Hsch.
-
57 πορθμεύω
A carry or ferry over a strait, river, etc., ;τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Aeschin.3.158
: then, generally, carry over, carry, ; ;γραφὰς πρὸς Ἄργος Id.IT 735
; also,π.τινὰ ἐκ γῆς S.Tr. 802
, cf. E.IT 1358; π. πόδα, ἴχνος, advance, ib. 936, 266: metaph.,εἰς δάκρυα π. ὑπομνήσει κακῶν Id.Or. 1032
; ; ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; how far dost thou carry it? ib. 1435;Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Licymn.2
; (Agath.):—[voice] Pass., to be carried or ferried over from place to place, Hdt.2.97;ἐπ' ὄχοις π. E.Tr. 569
(anap.): c.acc. loci, pass over or through,λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος Id.Andr. 1229
(anap.).II [voice] Act.intr., pass over, ;Ἀχέροντος ὕδωρ AP7.68
(Arch.);κύματα Epigr.Gr.522.1
([place name] Thessalonica);τίς ἀστὴρ ὅδε π.; E.IA6
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθμεύω
-
58 πορσύνω
A , [dialect] Ep. - ῠνέω (v.infr.): [tense] aor. , [dialect] Ep.πόρσῡνα Od.7.347
; imper.πόρσυνον S.Ichn.304
: also [full] πορσαίνω, [dialect] Ep.Iterat.πορσαίνεσκον A.R.4.897
: [dialect] Ep.[tense] fut.- ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου.., πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen)κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411
; later [dialect] Ep.λέχος.. πορσυνέεις A.R.3.1129
;λέκτρον.. πορσαίνουσα Id.4.1107
, 1119.II generally, prepare, provide,τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8
; δαῖτα ib. 4(3).61;βίου τροφεῖα S.OC 341
;τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5
;παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med. 1020
;Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El. 625
;γαμβροῖς χάριν Id.Supp. 132
;τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47
:—[voice] Med., provide for oneself, .2 of evils,ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374
;τόνδε.. μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch. 911
, cf. E.Andr. 1063; μεγάλα κακά ib. 352;ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455
;δίκην Maiist.57
;π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17
:—[voice] Pass.,τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag. 1251
;ἐπορσύνθη κακά Id.Pers. 267
.3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer. 156;τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7
; ; ;τἄλλα πάντα Id.Aj. 1398
;πρᾶγμα π. μέγα Id.El. 670
;προκείμενον πόνον E.Alc. 1150
;μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89
:—[voice] Pass.,τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17
;ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9
;θεᾶς π. μῆτις
was accomplished,A.R.
1.802, cf. 2.1050.III treat with care, tend,ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν.. βρέφος Pi.O.6.33
; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things,τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151
; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε.. ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib. 278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορσύνω
-
59 προκύπτω
A point forwards and downwards, ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν (in dislocations) Hp.Art.59.2 stick one's head out, peep out,ἐκ τοῦ δίφρου D.C.64.6
;διά τινων ὀπῶν S.E.M. 7.350
, cf. 364: c. gen.,τῆς καλύβης Alciphr.3.30
;θυρίδων Babr.116.3
.3 peep out, emerge,ἔξω τείχους Ar.Av. 496
; of things, ;γλῶττα Luc.Alex.12
;κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.Merc. Cond.34
;ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος Porph.Gaur.16.5
, cf. S.E.M. 5.65: metaph.,τὸ νοητικὸν π. Lysis
ap. Iamb.VP17.77;ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως Dam.Pr.85
; ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος (prob. for ὑπερ-) Aristaenet.2.10.4 Medic., suffer from prolapsus, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97.5 flow out, of water, Porph. in Cat.104.21.II stoop before, of a hunchback,οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκύπτω
-
60 σπαργανόω
σπαργᾰν-όω,= σπάργω,A wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E. Ion 955; swathe, Arist.HA 584b4, Sor.1.83, al.: metaph., Clearch.Fr.26; θρίοισι ταύτην (sc. τὴν ἀμίαν)ἐσπαργάνωσα Sotad.Com.1.28
; ἀχύροις σ. [τὴν χιόνα] Plu.2.691c:—[voice] Pass., Hp.Aër.20, Fract.22;βρέφος ἐσπαργανωμένον Ev.Luc.2.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαργανόω
См. также в других словарях:
βρέφος — babe in the womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία … Dictionary of Greek
βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)