-
1 αποθέμενος
-
2 ἀποθέμενος
-
3 τίθημι
τῐθημι (τιθεῖς, -ησι; τιθείς: τιθέμεν: fut. θήσω, -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ) θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. θήσομαι, -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; θέμενος, -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; θέσθαι: pass. τιθεμένων.)1 lay, placeaτρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν P. 3.38
med., χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
[ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) P. 9.62]b med., put upon oneself, assume “ φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” P. 4.29 met., “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.113 ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας ( ἀποθέμενος interpr. Schr.) Pae. 4.302 lay, place, establish in various senses.a act. & med., build, fashion δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. for themselves O. 9.44κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
( νεφέλα)ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.19b act. & med., establish, found festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. Ἡρακλέης) O. 3.22 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. for himself and his descendants. O. 6.70ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.c establish, set up as a prize ( χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) N. 10.48d met., establish, instil (in the mind)εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.65
cf. P. 1.40e lay met. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.11ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω ( καταθεὶς v. l.) fr. 109.f act. & med., place, put esp. c. abstract subject [ Πίσας χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19] κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: κρύφιον codd.: τιθέμεν Hermann: locus varie temptatus) O. 2.97 μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 makea act. & med., performσεμνὰν θυσίαν θέμενοι O. 7.42
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
b med., make for oneself, undertake εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86 ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών having made himself a now O. 10.63καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
c c. abstract subs. in periphrasis τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) P. 4.276 Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) N. 1.5d act. & med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) O. 1.64ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.4
θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.47
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον making his every word earnest P. 4.132νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 “ θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad θῆσθαι rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) P. 9.63ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.58
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.15
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
τό (sc. ῥῆμα)μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
Διομήδεα δ' ἄμ-βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν N. 10.89
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.3
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. Ἀπόλλων) Πα... λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.3 in zeugma,ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
4 fragg. ]θέμεν Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ... πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ( τέλος Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.5 in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. ἐπιτίθημι) P. 2.10 ὑπὸ ἔθηκε (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 -
4 ἀποτίθημι
ἀποτίθημι fut. ἀποθήσω; aor. ἀπέθηκα LXX (the act. does not occur in our lit.); 2 aor. mid. ἀπεθέμην, 3 pl. ἀπέθοντο Hs 8, 5, 1; 1 aor. pass. ἀπετέθην (s. τίθημι; Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol, JosAs; ParJer 5:14; ApcSed 9:1) gener. ‘put off’.① take offⓐ lit. of clothes (Teles p. 16, 7 ἱμάτιον; Alciphron 3, 6, 2; 2 Macc 8:35; JosAs 13:2 al.; Jos., Ant. 8, 266) τὰ ἱμάτια ἀ. MPol 13:2; take off and lay down Ac 7:58.ⓑ fig. lay aside, rid oneself of τὰ ἔργα τ. σκότους Ro 13:12. ἀλαζονείαν 1 Cl 13:1. αὐθάδειαν 57:2. τὰς μαλακίας Hv 3, 12, 3. τὴν νέκρωσιν τ. ζωῆς Hs 9, 16, 2f. τὰ πάντα, ὀργὴν κτλ. Col 3:8 (Plut., Cor. 223 [19, 4] ὀργήν). τὸ τῆς λύπης AcPl Ha 8, 8/BMM recto 7. τὸ νέφος 2 Cl 1:6. τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Eph 4:22 (w. acc. of pers. in Callim., Epigr. 21, 6 [Pf.]; Maximus Tyr. 1 4e in the theater ἀποθέμενος τὸν θεατὴν ἀγωνιστὴς γενέσθαι=stop being a spectator and become a contestant). τὸ ψεῦδος vs. 25. πᾶσαν ῥυπαρίαν Js 1:21. πᾶσαν κακίαν 1 Pt 2:1. ὄγκον πάντα καὶ τὴν ἁμαρτίαν Hb 12:1 (of vices since Demosth. 8, 46; Lucian, Dial. Mort. 10, 8f; EpArist 122 et al. [Nägeli 20]).—νηστίαν … ἀποθέ̣[ντος] (Paul) having ended a fast AcPl Ha 6, 37.—αἵρεσιν give up a way of thinking Hs 9, 23, 5; lose cracks Hs 8, 5, 1.② to put aside for a special purpose, lay aside (as alms) Hs 5, 3, 7 (some mss. omit; cp. Just., A I, 67, 6).③ to remove from a locality and place elsewhere, put away, lay down (Hom. et al.; PFlor 125, 2; PRyl 125, 14; Jos., Ant. 11, 11) a martyr’s bones MPol 18:1 (Appian, Syr. 63 §336 ἀπέθετο of the ‘laying away’ or ‘depositing’ of the remains [τὰ λείψαντα] of a cremated body; ApcSed 9:1 transfer of [Sedrach’s] soul to Paradise); put (rods) away 1 Cl 43:2; put back (opp. αἴρω) stones Hs 9, 5, 4; 9, 9, 4 (cp. 1 Macc 4:46).—ἀ. τινὰ ἐν φυλακῇ put someone in prison Mt 14:3 (cp. Polyb. 24, 8, 8; Diod S 4, 49, 3; PEleph 12, 2 [223/222 B.C.] ἀποθέσθαι αὐτοὺς εἰς τ. φυλακήν; PTebt 769, 51 al. [III B.C.]. Lev 24:12; Num 15:34; 2 Ch 18:26).—DELG s.v. τίθημι. M-M.
См. также в других словарях:
ἀποθέμενος — ἀποτίθημι put away aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъложити — ОТЪЛОЖ|ИТИ (147), ОУ, ИТЬ гл. 1.Отложить (в сторону): да пламеньноѥ ѡружьѥ ѿложить бранѧщеѥ чл҃вкмъ входа в раи. КТур XII сп. XIV2, 252 об.; ѿими нѣчто чреву. дх҃мь ос҃ти. въсхыти нѣчто ѿ огнѧ. ѿложи далече ѿтолѣ по˫адающаго пламене. (ἀπόϑου) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek