Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υπάρχω

  • 1 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 2 существовать

    существовать υπάρχω; ζω (жить)
    * * *
    υπάρχω; ζω ( жить)

    Русско-греческий словарь > существовать

  • 3 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 4 отсутствовать

    1. (не присутствовать, не находиться) απουσιάζω 2. (не быть в наличии) λείπω, δεν υπάρχω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсутствовать

  • 5 присутствовать

    1. (находиться, быть где-л.) είμαι παρών, παρευρίσκομαι, πα-ρίσταμαι 2. (иметься в чём-л., где-л.) υπάρχω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присутствовать

  • 6 числиться

    1. (насчитываться, иметься в каком-л. количестве) αριθμούμαι, υπάρχω 2. (состоять, значиться в числе, в составе кого-, чего-л.) συμπεριλαμβάνομαι
    είμαι εγγεγραμμένος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > числиться

  • 7 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 8 бытовать

    быт||ова́ть
    несов ὑπάρχω, ζῶ.

    Русско-новогреческий словарь > бытовать

  • 9 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 10 водиться

    водить||ся
    1. (находиться, иметься) βρίσκομαι, ὑπάρχω, είμαι:
    в озере водится много рыбы στή λίμνη ἐχει πολλά ψάρια·
    2. (с кем-л.) разг σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι:
    я с тобой не вожусь (в речи детей) δέν Λαίζω μαζί σου· ◊ это за ним водится τά κάνει κάτι τέτοια· как водится ὅπως συνηθίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > водиться

  • 11 значиться

    значиться
    ἀναφέρομαι, ὑπάρχω:
    \значиться в списке ἀναφέρομαι στον κατάλογο.

    Русско-новогреческий словарь > значиться

  • 12 иметься

    иметь||ся
    несов (переводится действит. формами глагола)
    1. ἔχω, ὑπάρχω:
    у них имеются билеты в театр ἔχουν εἰσιτήρια γιά τό θέατρο·
    2. безл ὑπάρχει, ὑπάρχουν:
    возражений не имеется δέν ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις· ◊ \иметьсяся в виду́ ἔχουμε ὑπ' ὅψιν.

    Русско-новогреческий словарь > иметься

  • 13 налицо

    налицо
    нареч:
    быть \налицо εἶμαι παρών, ὑπάρχω· преступление \налицо τό ἔγκλημα εἶναι προφανές· результаты \налицо τά ἀποτελεσματα εἶναι φανερά· доказательство \налицо οἱ ἀποδείξεις ὑπάρχουν.

    Русско-новогреческий словарь > налицо

  • 14 наличие

    нали́ч||ие
    с ἡ παρουσία, ἡ ὕπαρξη [-ις]:
    быть в \наличиеии ὑπάρχω· при \наличиеии ἄν ὑπάρχει· при \наличиеии денег ἀν ὑπάρχουν χρήματα

    Русско-новогреческий словарь > наличие

  • 15 насчитываться

    насчитывать||ся
    ὑπολογίζομαι, λογαριάζομαι, ὑπάρχω.

    Русско-новогреческий словарь > насчитываться

  • 16 обретаться

    обрет||а́ться
    несов (находиться) уст., разг βρίσκομαι, ὑπάρχω:
    где ты теперь \обретатьсяаешься? ποῦ βρίσκεσαι τώρα;

    Русско-новогреческий словарь > обретаться

  • 17 переводиться

    переводиться
    несов
    1. (куда-л.) μεταφέρομαι, μεταθέτομαι·
    2. (исчезать) разг τελειώνω, χάνομαι, δέν ὑπάρχω:
    фрукты у них не переводятся δέν τους λείπουν ποτέ τά φροῦτα.

    Русско-новогреческий словарь > переводиться

  • 18 просуществовать

    просуществовать
    сов ζῶ, διατηρούμαι, ὑπάρχω.

    Русско-новогреческий словарь > просуществовать

  • 19 существовать

    существовать
    несов ὑπάρχω:
    \существоватьу́ет мнение, что... ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη...

    Русско-новогреческий словарь > существовать

  • 20 фигурировать

    фигурировать
    несов παρίσταμαι, φιγουράρω (присутствовать)! ὑπάρχω (в протоколе и т. п.):
    \фигурировать на суде в качестве свидетеля παρίσταμαι μάρτυρας στό δικαστήριο.

    Русско-новогреческий словарь > фигурировать

См. также в других словарях:

  • υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …   Dictionary of Greek

  • υπάρχω — υπάρχω, υπήρξα βλ. πίν. 223 Σημειώσεις: υπάρχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως επίθετο (υπάρχων, ουσα, ον → αυτός που υπάρχει, ισχύει τώρα, στην τωρινή εποχή) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπάρχω — ὕπαρχος subordinate commander masc nom/voc/acc dual ὕπαρχος subordinate commander masc gen sg (doric aeolic) ὑπάρχω begin pres subj act 1st sg ὑπάρχω begin pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαρχώ — έω, Α [ὕπαρχος] είμαι ύπαρχος …   Dictionary of Greek

  • υπάρχω — υπήρξα, έχω υπάρξει 1. έχω ύπαρξη, ζω, υφίσταμαι: Υπάρχει Θεός. 2. είμαι, βρίσκομαι: Δεν υπάρχει στη ζωή η γιαγιά του. 3. ο πληθ. ουδ. μτχ., υπάρχοντα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπάρχῳ — ὕπαρχος subordinate commander masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηργμένα — ὑπάρχω begin perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπηργμένᾱ , ὑπάρχω begin perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξαι — ὑπάρχω begin perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ὑπάρχω begin aor inf act ὑπάρξαῑ , ὑπάρχω begin aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξατε — ὑπάρχω begin aor imperat act 2nd pl ὑπά̱ρξατε , ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ὑπάρχω begin aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξουσι — ὑπάρχω begin aor subj act 3rd pl (epic) ὑπάρχω begin fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπάρχω begin fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρξουσιν — ὑπάρχω begin aor subj act 3rd pl (epic) ὑπάρχω begin fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπάρχω begin fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»