-
81 неизвестность
неизвестн||остьж1. (неопределенность) ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ἀοριστία:находиться в \неизвестностьости относительно чего-л. βρίσκομαι σέ ἀβεβαιότητα·2. (незаметное существование) ἡ ἀφάνεια:жить в \неизвестностьости ζῶ σέ ἀφάνεια. -
82 неловко
нело́в||ко1. нареч (неуклюже) ἀδέξια·2. предик безл (неудобно) ἄβολα:мне \неловкоко сидеть на э́том стуле μοῦ εἶναι ἀβολο νά κάθομαι σ' αὐτή τήν καρέκλα·3. предик безл (неприятно, совестно):мне \неловкоко βρίσκομαι σέ ἀμηχανία· мие \неловкоко говорить об этом δυσκολεύομαι νά μιλήσω γι ' αὐτό. -
83 неотлучно
неотлу́чн||онареч ἀχώριστα / πάντα, παντοτεινά (постоянно):находиться \неотлучно при ком-л. βρίσκομαι πάντα κοντά σέ κάποιον. -
84 обиаруживаться
обиару́ж||иваться1. (становиться видимым) φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·2. (проявляться-\обиаруживатьсяо способностях и т. п.) ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ἐμφανίζομαι·3. (отыскиваться) ἀνακαλύπτομαι, βρίσκομαι, εὐρίσκομαι / ἀποκαλύπτομαι (выясняться, раскрываться). -
85 обретаться
обрет||а́тьсянесов (находиться) уст., разг βρίσκομαι, ὑπάρχω:где ты теперь \обретатьсяаешься? ποῦ βρίσκεσαι τώρα; -
86 обстрел
обстрелм ἡ πυροβόληση [-ις], τά πυρά / τό τουφεκίδι (из ружей):артиллерийский \обстрел ὁ βομβαρδισμός, τό κανονίδι· пулеметный \обстрел ὁ πολυβολισμός· ураганный \обстрел τά καταιγιστικά πυρά· быть (находиться) под \обстрелом βρίσκομαι ἐκτεθειμένος στά πυρά· брать под \обстрел а) βάλλω κατά, κατευθύνω τό πυρ, б) βάζω κάποιον (κάτι) στόχο, βομβαρδίζω μέ κριτική. -
87 оказываться
оказ||ываться1. (очутиться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι:он \оказыватьсяал-ся дома βρέθηκε στό σπίτι·2. (обнаруживаться на деле) φαίνομαι, ἀποδείχνομαι:это \оказыватьсяалось нелегким (делом) ἀποδείχτηκε πώς αὐτό ήταν δύσκολο· \оказыватьсяалось, что... φάνηκε ὀτι..., ἀποδείχθηκε δτι...· он \оказыватьсяался хорошим товарищем ἐφάνηκε καλός σύντροφος· \оказыватьсяаться достойным βγαίνω ἀξιος· \оказыватьсяаться неспособным φαίνομαι ἀνίκανος. -
88 отпуск
отпускм1. (служебный и т. ἡ.) ἡ ἄδεια:\отпуск по болезии ἄδεια (λόγω) ἀσθενείας· декретный \отпуск ἡ ἄδεια πρό τοῦ το-κετοῦ· творческий \отпуск ἄδεια γιά ἐπιστημονική συγγραφική ἡ καλλιτεχνική δουλειά· находиться в \отпуске βρίσκομαι σέ ἄδεια·2. (товара, электроэнергии и т. п.) ἡ χορήγηση [-ις] / ἡ παράδοση [-ις] (тк. пред-петое)·3. тех. (стали) τό δέσιμο. -
89 отыскаться
отыскать||сяβρίσκομαι, εὐρίσκομαι. -
90 переживать
переживатьнесов1. περνώ, δοκιμάζω / βρίσκομαι σέ κατάσταση (подъем, кризис и т. п.):\переживать горе περνῶ (или δοκιμάζω) στενοχώρια· тяжело́ \переживать что-л. εἶμαι πολύ στενοχωρημένος γιά κάτι·2. (кого-л.) ἐπιβιῶ, ἐπιζώ (κάποιον). -
91 перепутье
перепутьес τό σταυροδρόμι[ον]:быть на \перепутье перен βρίσκομαι μπροστά σέ δίλημμα. -
92 поблизости
поблизостинареч κοντά, σιμά, πλησίον:быть (оказаться) \поблизости βρίσκομαι κοντά. -
93 податься
податьсясов см. подаваться· ◊ \податься некуда разгов. βρίσκομαι σέ ἀδιέξοδο. -
94 подвернуться
подвернуть||ся1. (загнуться) Ανασηκώνομαι, ἀνασκουμπώνομαι·2. разг τυχαίνω, βρίσκομαι κατά τύχην:подвернулся удобный случай Ετυχε εὐκαιρία, ἔτυχε κατάλληλη περίσταση. -
95 подчинение
подчин||ениес1. (действие) ἡ ὑποταγή, ἡ ὑποδούλωση [-ις] / ἡ κατάκτηση [-ις] (завоевание)·2. (состояние) ἡ ὑποταγή / ἡ ἐξάρτηση ἀπό (зависимость):\подчинение меньшинства большинству́ ἡ ὑποταγή τής μειοψηφίας στήν πλειοψηφία· быть в \подчинениеенин у кого-л. βρίσκομαι κάτω ἀπό τίς διαταγές κάποιου·3. грам. ἡ ἐξάρτηση. -
96 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
97 попечение
попеч||ениес ἡ προστασία, ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα:быть на \попечениеении βρίσκομαι ὑπό τήν κηδεμονίαν. -
98 проездить
проездитьсов1. (известное время) ταξιδεύω, βρίσκομαι σέ ταξίδι·2. "(истратить на проезд) разг ξοδεύω σέ ναῦλα, καταξοδεύομαι στά ταξίδια. -
99 проездом
проездомнареч περνώντας:быть \проездом βρίσκομαι περαστικός. -
100 пята
пят||аав1. ἡ φτέρνα, ἡ πτέρνα:с головы до пят ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια·2. тех. τό ἐρεισμα, τό στήριγμα· ◊ ахиллесова \пята ἡ 'Αχίλλειος πτέρνα· ходить за кем-л. по \пятаа́м ἀκολουθώ κατά πόδας· быть под \пятаой у кого-л. βρίσκομαι ὑπό τό πέλμα κάποιου.
См. также в других словарях:
βρίσκομαι — βρίσκομαι, βρέθηκα βλ. πίν. 115 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλοσυμπράττω — βρίσκομαι σε αμοιβαία συνεργασία, υποστηρίζομαι από κάποιον και τόν υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συμπράττω] … Dictionary of Greek
αλληλοσυνάπτομαι — βρίσκομαι με άλλον σε αμοιβαία συνεργασία, συνεργάζομαι, συμπράττω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συνάπτω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
διχονοιάζω — βρίσκομαι σε διχόνοια, σε διαφωνία με κάποιον … Dictionary of Greek
καταμπερδαίνω — βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μπερδαίνω «μπερδεύω»] … Dictionary of Greek
δευτερεύω — βρίσκομαι ή έρχομαι δεύτερος στη σειρά: Η διασκέδαση δευτερεύει στην καθημερινότητά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπνέομαι — βρίσκομαι υπό την επιρροή κάποιας διάθεσης ή συναισθήματος ή διακατέχομαι απ’ αυτά: Η σχέση μας διαπνέεται από κατανόηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek