Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βρίσκομαι

  • 61 впечатление

    впечатл||ение
    с ἡ ἐντύπωση [-ις]:
    первое \впечатление ἡ πρώτη ἐντύπωση· производить сильное \впечатление на кого-л. προκαλώ ζωηρή ἐντύπωση σέ κάποιον находиться под \впечатлениее-нием βρίσκομαι ὑπό τήν ἐπίδραση (или μέ τήν ἐντύπωση).

    Русско-новогреческий словарь > впечатление

  • 62 вращаться

    вращать||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \вращатьсяся вокру́г оси περιστρέφομαι περί τόν ἀξονα, στρέφομαι γύρω ἀπό τόν ἄξονα·
    2. (среди кого-л.) συχνάζω, βρίσκομαι τακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > вращаться

  • 63 встречатьться

    встречать||ться
    1. (с кем-л., с чем-либо) συναντιέμαι, συναντώμαι, ἀνταμώνομαι:
    мы с ним часто \встречатьтьсяемся συναντώ-μεθα (или ἀνταμώνουμε) συχνά·
    2. (попадаться, случаться) βρίσκομαι, ἀπαντώ, ἀπαντώμαι:
    это слово часто \встречатьтьсяется ἡ λεξις ἀπαντᾶ (или βρίσκεται) συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > встречатьться

  • 64 глава

    глав||а́
    ж
    1. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπί κεφαλής:
    \глава правительства (семьи) ὁ ἀρχηγός τῆς κυβέρνησης1 (τής οἰκογένειας)· \глава делегации ὁ ἐπί κεφαλής τής ἀντιπροσωπείας·
    2. уст., поэт см. голова·
    3. (купол церкви) ὁ τρούλος·
    4. (раздел книги) τό κεφάλαιο[ν]· ◊ быть (стать) во \главае́ βρίσκομαι ἐπί κεφαλής.

    Русско-новогреческий словарь > глава

  • 65 гостить

    гостить
    несоз. βρίσκομαι (или μένω) κάπου σἄν μουσαφίρης (или φιλοξενούμενος), φιλοξενούμαι, διαμένω.

    Русско-новогреческий словарь > гостить

  • 66 двигаться

    двигать||ся
    1. (передвигаться) κουνιέμαι, μετακινούμαι, βρίσκομαι σέ κίνηση (быть в движении)! πορεύομαι, κατευθύνομαι (направляться):
    \двигатьсяся вперед προχωρώ, προωθοῦμαι·
    2. (шевелиться) σαλεύω, κουνιέμαι:
    не двигайся! μήν κουνηθεΐς!·
    3. (по службе) προοδεύω, ἐπιτυγχάνω, προκόβω.

    Русско-новогреческий словарь > двигаться

  • 67 забываться

    забыва||ться
    1. (впадать в сонное состояние) χάνω τίς αἰσθήσεις μου / τόν παίρνω ἐλαφρά, ἀποκοιμιέμαι, λαγοκοι-μιέμαι (дремать)·
    2. (замечтаться) ρεμβάζω, ὁνειροπολώ·
    3. (переходить границы дозволенного) ξεχνώ ποῦ βρίσκομαι, παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τά ὀρια:
    не \забыватьсяйтесь! μήν παρεκτρέπεστε!

    Русско-новогреческий словарь > забываться

  • 68 загон

    загон
    м (для скота) ἡ μάντρα, τό μα-Ηρί, ἡ στάνη· ◊ быть в \загоне βρίσκομαι »έ διωγμό.

    Русско-новогреческий словарь > загон

  • 69 заключатьаться

    заключать||а́ться
    несов ί. (находиться в чем-л.) βρίσκομαι, περιέχομαι·
    2. (состоять в чем-л.) συνίσταμαι:
    дело \заключатьатьсяается в следующем... ἡ ὑπόθεση συνίσταται στό ἐξής...·3. (заканчиваться) τελειώνω(άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > заключатьаться

  • 70 запас

    запас
    м
    1. ἡ προμήθεια, τό ἀπόθεμα, ἡ ἐφεδρεία:
    \запас продовольствия οἱ προμήθειες τροφίμων золотой \запас τό χρυ-σοῦν ἀπόθεμα, τό ἀπόθεμα σέ χρυσό· \запас прочности ἡ ἐφεδρεία στερεότητας· неприкосновенный \запас воен. τό ἀπαραβία-στο[ν] ἀπόθεμα· \запас знаний τά ἐφόδια γνώσεων \запас слов τό λεξιλόγιο·
    2. воен. ἡ ἐφεδρεία:
    офицер \запаса ὁ ἐφεδρος ἀξιωματικός· быть в \запасе βρίσκομαι σέ ἐφεδρεία· ◊ отложить про \запас κρατώ γιά ρεζέρβα.

    Русско-новогреческий словарь > запас

  • 71 застой

    заст||о́й
    м ἡ <-τάση [-ις], ἡ στασιμότητα, ἡ νέκρα:
    \застой крови ἡ στάση τοῦ αίματος· \застой промышленности ἡ στασιμότητα τής βιομηχανίας· находиться в состоянии \застойоя βρίσκομαι σέ στασιμότητα.

    Русско-новогреческий словарь > застой

  • 72 затруднительностьый

    затруднительность||ый
    прил δύσκολος, δυσχερής:
    \затруднительностьыйое положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία· быть (находиться) в \затруднительностьыйом положении βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση.

    Русско-новогреческий словарь > затруднительностьый

  • 73 игнорировать

    игнорировать
    сов и несов ἀγνοώ, ἀψηφῶ, παραγνωρίζω / περιφρονώ (пренебрегать):
    \игнорировать факты ἀγνοώ τά γεγονότα и́го с ὁ ζυγός:
    находиться под \игнорироватьм βρίσκομαι κάτω ἀπ' τό ζυγό.

    Русско-новогреческий словарь > игнорировать

  • 74 лагерь

    лагер||ь
    м
    1. воен. τό στρατόπεδο[ν] (тж. перен), ὁ καταυλισμός· \лагерь мира τό στρατόπεδο τής ἐΙρήνης· стоять, располагаться \лагерьем εἶμαι στρατοπεδευμένος, κατασκηνώνω, καταυλίζομαι· сниматься с \лагерья διαλύω τό στρατόπεδο· находиться во вражеском \лагерье прям., перен βρίσκομαι στό ἐχθρικό στρατόπεδο·
    2. (пионерский, туристический) ἡ κατασκήνωση [-ις]:
    пионерский \лагерь ἡ κατασκήνωση τῶν πιονέρων, ἡ πιονιέρικη κατασκήνωσή
    3. (концентрационный) τό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

    Русско-новогреческий словарь > лагерь

  • 75 меньшинство

    меньшинств||о
    с ἡ μειονότητα [-ης], ἡ μειο(νο)ψηφία:
    ничтожное \меньшинство ἡ ἀσήμαντη μειοψηφία· ὁκββέ^ΰΗ в \меньшинствое́ βρίσκομαι σέ μειοψηφία, μειοψηφώ· ◊ национальное \меньшинство ἡ ἐθνική μειονότητα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > меньшинство

  • 76 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 77 молот

    молот
    м ἡ σφύρα, τό σφυρί / ἡ βαρειά (большой):
    деревянный \молот ἡ καλόσφυρα· паровой \молот ἡ ἀτμόσφυρα, ἡ ἀτμοκίνητος σφῦρα· серп и \молот τό σφυροδρέπανο[ν]· ◊ между \молотом и наковальней βρίσκομαι μεταξύ σφύρας καί ἄκμονος.

    Русско-новогреческий словарь > молот

  • 78 надзор

    надзор
    м ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐποπτεία, ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:
    технический \надзор ἡ τεχνική ἐποπτεία· санитарный \надзор ὁ ὑγειονομικός Ελεγχος· находиться под \надзором βρίσκομαι ὑπό ἐπιτήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > надзор

  • 79 неволя

    невол||я
    ж ἡ σκλαβιά, ἡ δουλεία / ἡ αἰχμαλωσία (плен):
    содержаться и \неволяе (о птицах, зверях) βρίσκομαι κλεισμένος στό κλουβί· ◊ охота пу́ще \неволяи по-гов. ἡ ἀνάγκη βουνά γκρεμίζει καί κάστρα καταλεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > неволя

  • 80 недосягаемый

    недосяга́ем||ый
    прил ἀπρόσιτος, ἄφθαστος, ἀπλησίαστος:
    быть на \недосягаемыйой высоте βρίσκομαι σέ ἀπρόσιτο ὕψος.

    Русско-новогреческий словарь > недосягаемый

См. также в других словарях:

  • βρίσκομαι — βρίσκομαι, βρέθηκα βλ. πίν. 115 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοσυμπράττω — βρίσκομαι σε αμοιβαία συνεργασία, υποστηρίζομαι από κάποιον και τόν υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συμπράττω] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσυνάπτομαι — βρίσκομαι με άλλον σε αμοιβαία συνεργασία, συνεργάζομαι, συμπράττω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συνάπτω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • διχονοιάζω — βρίσκομαι σε διχόνοια, σε διαφωνία με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καταμπερδαίνω — βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μπερδαίνω «μπερδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • δευτερεύω — βρίσκομαι ή έρχομαι δεύτερος στη σειρά: Η διασκέδαση δευτερεύει στην καθημερινότητά μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπνέομαι — βρίσκομαι υπό την επιρροή κάποιας διάθεσης ή συναισθήματος ή διακατέχομαι απ’ αυτά: Η σχέση μας διαπνέεται από κατανόηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»