Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἶψ

См. также в других словарях:

  • αἶψ' — αἶψα , αἶψα quick indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АФРИК —    • Afrĭcus,          Αίψ, у итальянцев теперь еще Africo, юго западный или западно юго западный ветер, дующий от Африки, занимает в розе ветров место между ветрами Auster и Favonius; бурно и порывисто (Furibundus et ruens, Sen. quaest. not. 5,… …   Реальный словарь классических древностей

  • STROPHADES — Insulae 2. in mari Ionio ad Occidentale latus Peloponnesi, quae et Plotae. Apollonius l. 2. Ο῾ δ᾿ ὅ ρκῳ εἴξαντες ὑπέςτρεφον αἶψ᾿ ἐπὶ νῆα Σεύεςθαι, Στροφάοας δὲ μετακλείουσ᾿ ἄνθρωποι Νήσους τοῖο γ᾿ ἔκητι, πάρος Πλωτὰς καλέοντες. Sic dictae sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ULYSSES — Rex Ithacae et Dulichii insularum, filius Laertae et Anticleae, quamquam non desunt, qui ex Sisypho conceptum velint, qui Anticleae, cum ad Laertae nuptias duceretur, vim dicitur obtulisse. Unde Aiax apud Ovid. l. 13. Met. v. 31. s. Quid sanguine …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεοαρδής — νεοαρδής, ές (Α) αυτός που έχει ποτιστεί πρόσφατα («ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ ἀλωὴν αἶψ ἀγξηράνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αρδής (< ἄρδω «ποτίζω»), πρβλ. ευ αρδής] …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • ανεμολόγιο — Ονομασία και κατάταξη των διαφόρων διευθύνσεων του ανέμου. Ο καθορισμός της ονομασίας του εξαρτάται από τη γωνία που σχηματίζει η ευθεία της κίνησης του ανέμου με την ευθεία που συνδέει τον τόπο με τον γεωγραφικό βορρά. Οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»