-
1 θύελλ'
θύελλα, θύελλαhurricane: fem nom /voc sgθύελλαι, θύελλαhurricane: fem nom /voc pl -
2 θυελλ-ώδης
θυελλ-ώδης, ες, stürmisch, Schol. Soph. Ant. 418.
-
3 θύελλα
A hurricane, squall (cf. Arist.Mu. 395a6),κακὴ ἀνέμοιο Il.6.346
, al.; μισγομένων ἀνέμων.. θ. Od.5.317; πυρός τ' ὀλοοῖο θύελλαι, prob. thunderstorms, 12.68; κούρας ἀνέλοντο θ. 20.66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. 10.48, cf. S.El. 1151; ποντία θ. Id.OC 1660; in similes,φλογὶ ἶσοι ἠὲ θυέλλῃ Il. 13.39
; ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ. Hes.Sc. 345: metaph., ἄτης θύελλαι (nisi leg. θυηλαί, q. v.) A.Ag. 819; ὀχλικὴ θ. Phld.Rh.1.184S. -
4 θυέλλειος
A s.v. Ἰουλιανός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυέλλειος
-
5 θυελλήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυελλήεις
-
6 θυελλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυελλίζω
-
7 θυελλώδης
θυελλ-ώδης, ες, stürmisch -
8 συν-αρπάζω
συν-αρπάζω (s. ὰρπάζω), mit od. zusammen rauben, fortreißen; χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράττει καὶ ξυναρπάζει βίᾳ, Aesch. Pers. 191; βίᾳ ξυναρπασϑεῖσαν Ἀργείων ὕπο, Soph. Ai. 493; O. C. 823; πάντα γὰρ συναρπάσας ϑύελλ' ὅπως βέβηκας, El. 1139; übertr. ὡς εὐμαϑές σου φώνημ' ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενί, Ai. 16, schnell auffassen, verstehen; σκύμνον οἶά νιν ἐν χεροῖν ὀρείαν ξυνήρπασαν Eur. Or. 1493, u. öfter; Ar. Nubb. 765; auch med., ξυναρπάσασϑαί τινα μέσον, Lys. 437; ergreifen, Pol. 5, 41, 9 u. a. Sp.
-
9 θύελλα
θύελλα, ἡ (ϑύω), Sturm, Wirbelwind; oft bei Hom., auch ἀνέμοιο ϑ. u. ἀνέμων ϑ., Od. 5, 316. 10, 54, wie Eur. Cyel. 109; ποντία Soph. O. C. 1656; ein wegreißender, entraffender, Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο ϑύελλαι Od. 20, 66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε ϑ. 10, 47; πάντα συναρπάσας ϑύελλ' ὅπως βέβηκας Soph. El. 1140. Uebertr., ἄτης ϑ. Aesch. Ag. 793. Aber πυρὸς ϑύελλα, Od. 12, 67, scheint Sturm mit Blitzen zu sein; vgl. jedoch φλογὶ ἶσοι ἠὲ ϑυέλλῃ, Il. 13, 39, u. ἴκελοι πυρὶ ἠὲ ϑ., Hes. Sc. 345.
-
10 συναρπαζω
(fut. συναρπάσω и συναρπάσομαι)1) схватывать, хватать, ловить, похищатьσ. τινὰ ἐκ τῆς ἀγορᾶς βιαίως Luc. — силой уводить кого-л. с площади;πάντα συναρπάσαι θύελλ΄ ὅπως Soph. — унести все словно буря;ξυναρπάσασθαι μέσον (sc. τινά) Arph. — схватить кого-л. поперек тела;συναρπασθέντος τοῦ πλοίου NT. — так как корабль уносился (течением);τὸ λεχθὲν συναρπάζεται Luc. — сказанные слова пропадают, т.е. не производят впечатления2) улавливать, воспринимать(φώνημα φρενί Soph.)
3) преждевременно произносить суждение, предвосхищать, упреждатьτὰ φαινόμενα σ. Sext. — принимать на веру данные явлений;
σ. τὸ ζητούμενον Sext., Luc. — предвосхищать искомое, т.е. допускать petitio principii (предполагать доказанным то, что подлежит доказательству)4) терзать, мучить
См. также в других словарях:
θύελλ' — θύελλα , θύελλα hurricane fem nom/voc sg θύελλαι , θύελλα hurricane fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] … Dictionary of Greek
καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… … Dictionary of Greek
καλυκώδης — καλυκώδης, ες (Α) όμοιος με κάλυκα άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] … Dictionary of Greek