Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἴκοθι

См. также в других словарях:

  • οίκοθι — οἴκοθι (Α) επίρρ. (επικ. τ.) οίκοι, κατ οίκον. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. θι* (πρβλ. θύρα θι, ουρανό θι)] …   Dictionary of Greek

  • οἴκοθι — at home indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκοθ' — οἴκοθι , οἴκοθι at home indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»