-
1 άμμου
ἁμός 1masc /neut gen sg (aeolic)ἄμμοςfem gen sg——————ἅμμοςsand: fem gen sgἄμμοςfem gen sg -
2 ἄμμου
Βλ. λ. άμμου -
3 ἅμμου
Βλ. λ. άμμου -
4 αεριος
1) воздушный(φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.)
2) туманный(γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.)
ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. — набросив на глаза (свои) темный туман, т.е. ослепив себя3) поднятыйἀ. κρότος ποδῶν Eur. — топот поднимающихся (при пляске) ног;
ἠερίη πέτρα Anth. — уходящая ввысь скала4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний5) уходящий в туманную даль, т.е. бескрайний -
5 νακτος
-
6 συγκατολισθαινω
или συγκατολισθάνω соскальзывать, оползать -
7 συσσωρευω
-
8 σχηματισις
-
9 άμμος
ο, η1) песок;κόκκος άμμου — песчинка;
κινητή άμμος — зыбучие пески;
χτίζω στην άμμο — строить на песке;
2) песчаное место, пляж, песчаный берег;3) перен. неисчислимое множество -
10 κόκκος
ο1) зерно; зёрнышко, крупинка;κόκκος σίτου — хлебное зёрнышко;
2) прям., перен. крупинка, крупица, частица; крошка, капелька;κόκκος άμμου — песчинка;
δεν έχει ούτε κόκκον νου (φρονιμάδας, ευσπλαχνίας) — у него нет ни капли ума (здравого смысла, жалости)
-
11 στρώμα
τό1) слой, пласт;στρώμα άμμου — слой песка;
στρώμα χρώματος ( — или μπογιάς) — слой краски;
στρώμα από φύλλα — слой листьев;
2) перен. слой, прослойка;κοινωνικά στρώματα общественные слои; τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα низы, беднейшие слой общества; 3) матрас, тюфяк; 4) постель;στρώνω το στρώμα — стелить постель;
5) тех прокладка;§ είμαι στο στρώμα — быть больным, лежать в постели
-
12 σωρός
ο1) куча; груда; ворох;σωρός άμμου — куча песку;
2) масса, множество, куча;ένα σωρό κουβέντες — масса разговоров;
ξόδεψα ένα σωρό λεφτά — я потратил кучу денег;
έχω ένα σωρό φίλους — у меня масса друзей;
§ 2να σωρό — сколько хочешь, хоть пруд пруди;
σωρό κουβάρι — куча мала
-
13 θίς
θίς [ῑ], θῑνός: ὁ Il.23.693, Od.12.45, Ar.V. 696, Phld. (v. infr.); ἡ S.Ant. 591, Ph. 1124, Arist.HA 548b6, Call.Fr. 126, D.H.3.44:—A heap,πολὺς ὀστεόφιν θίς Od.12.45
;θῖνες νεκρῶν A.Pers. 818
: metaph.,θὶς πημάτων Lyc.812
; esp. of sand-banks,θῖνες ψάμμου Hdt.3.26
; ἄμμου, γῆς, Plu.Fab.6, Art.18;τοὺς ἐν ἄμμῳ θῖνας Phld.Piet.20
; ἐν ταῖς θ. Arist.HA 548b6, cf. 537a25;θῖνας καὶ ψάμμους Porph.Abst.4.21
; of the sandy deserts of Libya, A.R.4.1384; Νασαμώνων αὔλια καὶ δολιχὰς θ. Call.Fr. 126.2 usu. in Hom., etc., beach, shore, freq. in oblique cases,παρὰ θῖνα.. θαλάσσης Il.1.34
, cf. Od.6.236, etc.;παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Il.1.316
, cf. 350, etc.; alone,ἐπὶ θινί Od.7.290
;παρὰ θῖνα 9.46
; later (parod.); (lyr.); (eleg.);θαλαττία D.H.3.44
.3 sand or mud at the bottom of the sea,οἶδμα.. κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν θῖνα S.Ant. 591
: metaph., ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, i.e. trouble the very bottom of my heart, Ar.V. 696, v. Sch.II ἄκρης [πόλιος] θίς the temple that crowns the Acropolis, dub. in Call.Fr.anon. 332. -
14 καταπίνω
A , later- πιοῖμαι Plu.Alc.15
: [tense] aor.κατέπιον IG4.951.102
(Epid.); poet.κάππιον Hes.Th.p.45
R.: [tense] pf. :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68
, cf. 70; ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680
, cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]- πίεται αὐτούς LXXNu.16.30
:—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;ὑφ' ἅμμου D.S.1.32
; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7
.2 abs., swallow,μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35
, cf. Gal.Nat.Fac.3.6.II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [ αὐλὸς] κ. A.Fr.91;καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15
:—[voice] Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2;τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10
.b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4
.c swallow, absorb,τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257
([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.2 swallow up, consume, [the robe] ; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue]καταπίνει μόνος Id.Ra. 1466
; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit. 151.3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96
, cf. D.C.45.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω
-
15 νακτός
II dub. sens. in CRAcad.Inscr.1930.213 (Susa, i B.C.). -
16 ψῆφος
Aψηφάων Man.4.448
: ([etym.] ψάω):—a small round worn stone, pebble,ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9
; οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις, opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψ. ἄμμου a grain of sand, LXXSi.18.10.2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9.II acc. to the various uses made of such pebbles:1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λ., Ar.V. 656 (anap.);οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229
;ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag. 570
;ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309
: metaph.,ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5
: hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν)ποτθέμειν.. ψᾶφον Epich.170
: pl., accounts, καθαραὶ ψ., where there is an exact balance, D.18.227;οἱ περὶ τὰς ψ.
calculators,Alciphr.
1.26;ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e
; δακτυλικὴ ψ. reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al.b in Magic, κατέχων τὴν ψ. (i. e. the object on which the number is written) λέγε .. PMag.Par.1.1048, cf. 937.5 pebble used in voting,ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55
;ἐὰν μὴ τῇ ψ... ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89
: hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν give one's vote,ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu. 680
, cf. And.1.2, D.57.61, etc.;ὑπέρ τινος Lycurg.7
;περί τινος Id.11
, etc.;ψήφου φορά E.Supp. 484
; ψῆφον τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57;εἰς τεῦχος.. ψήφους ἔθεντο A.Ag. 816
; c. inf., Hdt.3.73;ψ. προσθέσθαι Th.1.40
; ψήφῳ διαιρεῖν to determine by vote, A.Eu. 630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.;μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap. 36b
, cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν.. ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47;ἡ καθαιροῦσα ψ. Lys.13.37
;ἡ σῴζουσα ψ. D.19.66
; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψ. a majority of votes, Pl.Lg. 759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125;ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24
, cf. D.21.188;ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100
; soψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65
; διένεμον (vv. ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψ. were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys. 270; ψ. φανερά open voting,ψ. φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74
;τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37
, cf. Pl.Lg. 767d, 855d; opp. ψ. ἀφανής voting by ballot, Aeschin.3.233;κρύβδην τὴν ψ. φέρειν Arist. Rh.Al. 1433a23
, cf. 1424b2, Ath.69.1.b that which is carried by vote, a vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th. 198;ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7
(anap.):—hence,c any resolve or decree,ψ. τυράννων S.Ant.60
; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i. e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment.. ? Pl.Prt. 330c, cf. R. 450a;ἡ ἐμὴ ψ. Id.Phlb. 57a
.d Ἀθηνᾶς ψ., calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3.e ψ. is sts. omitted,κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra. 685
(lyr.);πάσαις κρατεῖν Luc.
Bis Acc.18, cf. 22.f Διὸς ψῆφος (ψῆφοι Hsch.
), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest betw. Athena and Poseidon, Suid., etc.g Κόννου ψ., negligible quantity, cipher, Ar.V. 675 (anap.), cf. Κοννᾶς.7 metaph., influence,πόλις μεγάλην ψ. ἔχουσα Lib.Or.18.13
. -
17 ἀέριος
ἀέριος [pron. full] [ᾱ], α, ον, also ος, ον; [dialect] Ion. [full] ἠέριος, η, ον (q.v.): ([etym.] ἀήρ):— -
18 κόρθυς
κόρθυς, - υοςGrammatical information: f.Meaning: `heap, of grain?, sheaf?' (Theoc. 10, 46: κόρθυος ἁ τομά; cf. H.: κόρθυας τὰ κατ' ὀλίγον δράγματα), `heap, σωρός' (EM 530, 3), of sand, ἄμμου κόρθυς (Anon. ap. Suid. s. κορθύεται).Derivatives: κορθύομαι ( κῦμα, resp. ὕδωρ Ι 7, A. R. 2, 322) `form a heap (a sheaf?), rise'; κορθύνω ( Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 853). Aor. κορθῦσαι ( εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn. Is. 150) `raise high'.Etymology: "Offenbar mit κόρθις, κορθίλαι nahe verwandt." Frisk (for which I see no reason). Connected with Skt. śárdha- m., śárdhas- n. `band, troop', Germ., e. g. Goth. haírda `herd', MWelsh cordd f. `troop, band, family' a. o. (IE. *ḱordho-, -ā, *ḱerdhos-, -ā, prop. *"heap"?). Further connection with κορέννυμι (Osthoff Etym. parerga 1, 8ff.; Pok. 579, also W.-Hofmann s. creō) is quite hypothetic.Page in Frisk: 1,921-922Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρθυς
См. также в других словарях:
ἄμμου — ἁμός 1 masc/neut gen sg (aeolic) ἄμμος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμμου — ἅμμος sand fem gen sg ἄμμος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. — ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. См. Он из песку веревки вьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
σέκο — Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο … Dictionary of Greek
αμμοθύελλα — Φαινόμενο της ερήμου που χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων άμμου και σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις και με ταχύτητα μέχρι και 60 70 χλμ. την ώρα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται στους ιδιαίτερα ισχυρούς ανέμους που φυσούν στο … Dictionary of Greek
αμμοληψία — η η λήψη άμμου, το να παίρνουν ποσότητες άμμου από παραλία ή από κοίτη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λήψις ( η) < λαμβάνω] … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek