-
1 ζωά
ζωά̱, ζωήliving: fem nom /voc /acc dual (doric)ζωά̱, ζωήliving: fem nom /voc sg (doric aeolic)ζωόςalive: neut nom /voc /acc plζωά̱, ζωόςalive: fem nom /voc /acc dualζωά̱, ζωόςalive: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ζώα
ζῴᾱ, ζωήliving: fem nom /voc /acc dualζῴᾱ, ζωήliving: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ζώιονneut nom /voc /acc plζῷονliving being: neut nom /voc /acc pl -
3 Ζωά
Ζωά̱, Ζωήliving: fem nom /voc /acc dualΖωά̱, Ζωήliving: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ζωα
-
5 Ζωά
-
6 Ζωᾷ
-
7 ζωά
-
8 ζωᾷ
-
9 ζωά
-
10 ζῴα
Βλ. λ. ζώα -
11 ζῷα
Βλ. λ. ζώα -
12 ζῷα
животныеживотныхΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζῷα
-
13 ζώα
bétail -
14 εὐ-ζωά
-
15 ζωάν
ζωά̱ν, ζωήliving: fem acc sg (doric aeolic)ζωά̱ν, ζωόςalive: fem acc sg (doric aeolic) -
16 ζωάς
ζωά̱ς, ζωήliving: fem acc pl (doric)ζωά̱ς, ζωόςalive: fem acc pl -
17 Ζωάν
Ζωά̱ν, Ζωήliving: fem acc sg (doric aeolic) -
18 Ζωάς
Ζωά̱ς, Ζωήliving: fem acc pl -
19 ζώο(ν)
τό1) животное; σπονδυλωτά ζώα позвоночные животные; θηλαστικά ζώα млекопитающие (животные); κατοικίδια (или οικιακά) ζώα домашние животные; αγρία ζώα дикие животные; αρπαχτικά (или σαρκοβόρα) ζώα хищные животные;φορτηγό ( — или υποζύγιο) ζώο(ν) — вьючное животное;
2) πλ. скотина; скот;μεγάλα (или κερασφόρα, χοντρά) ζώα крупный рогатый скот; μικρά (или λείανα) ζώα мелкий рогатый скот; 3) бран. скотина -
20 ζώο(ν)
τό1) животное; σπονδυλωτά ζώα позвоночные животные; θηλαστικά ζώα млекопитающие (животные); κατοικίδια (или οικιακά) ζώα домашние животные; αγρία ζώα дикие животные; αρπαχτικά (или σαρκοβόρα) ζώα хищные животные;φορτηγό ( — или υποζύγιο) ζώο(ν) — вьючное животное;
2) πλ. скотина; скот;μεγάλα (или κερασφόρα, χοντρά) ζώα крупный рогатый скот; μικρά (или λείανα) ζώα мелкий рогатый скот; 3) бран. скотина
См. также в других словарях:
ζωά — ζωά̱ , ζωή living fem nom/voc/acc dual (doric) ζωά̱ , ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) ζωός alive neut nom/voc/acc pl ζωά̱ , ζωός alive fem nom/voc/acc dual ζωά̱ , ζωός alive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωά — Ζωά̱ , Ζωή living fem nom/voc/acc dual Ζωά̱ , Ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴα — ζῴᾱ , ζωή living fem nom/voc/acc dual ζῴᾱ , ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωᾷ — Ζωή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωᾷ — ζωή living fem dat sg (doric aeolic) ζωός alive fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῷα — ζώιον neut nom/voc/acc pl ζῷον living being neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ ζῷα τρέχει — Article principal : Grec ancien. Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zỗia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « Les animaux courent ». Elle illustre une règle qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre… … Wikipédia en Français
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρα ζώα — Τα ζώα που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό όπως τα ψάρια νάρκη, γυμνόνωτος, φαλοπτέρουρος, διάφορα ημίπτερα της οικογένειας των παρονυχιδών κ.ά. Τα περισσότερα η.ζ. είναι ψάρια και έχουν την πηγή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθως πίσω από τα… … Dictionary of Greek
θαλάσσια ζώα — Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek