-
1 συγκατολισθαινω
или συγκατολισθάνω соскальзывать, оползать -
2 συγκατολισθαίνω
συγ-κατ-ολισθαίνω, mit oder zugleich herabgleiten, -fallen
См. также в других словарях:
συγκατολισθάνω — και συγκατολισθαίνω Α [κατολισθάνω] γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους … Dictionary of Greek