Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συσσωρεύω

См. также в других словарях:

  • συσσωρεύω — συσσωρεύω, συσσώρευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συσσωρεύω — ΝΜΑ [σωρεύω] μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • συσσωρεύω — συσσώρευσα, συσσωρεύτηκα, συσσωρευμένος, σχηματίζω σωρό από πολλά πράγματα: Συσσωρεύει πλούτη. – Συσσωρεύονται προβλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συσσωρευομένων — συσσωρεύω heap up together pres part mp fem gen pl συσσωρεύω heap up together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρεύει — συσσωρεύω heap up together pres ind mp 2nd sg συσσωρεύω heap up together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρεύουσι — συσσωρεύω heap up together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συσσωρεύω heap up together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρευθέντες — συσσωρεύω heap up together aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρευθέντων — συσσωρεύω heap up together aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρευομένη — συσσωρεύω heap up together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρευόμενος — συσσωρεύω heap up together pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσωρεύονται — συσσωρεύω heap up together pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»