Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Συλο-

См. также в других словарях:

  • σύλο — το / σῡλον, ΝΑ η σύλη αρχ. 1. φορτίο πλοίου που έχει κατασχεθεί 2. κατακράτηση πραγμάτων, εμπορευμάτων 3. σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. σῦλα (τὰ) καί μτγν. στον ενικό αριθμό σῦλον (τὸ) (πρβλ. και σῦλαι > σύλη). Για… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»